ὀνομαστός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομαστός''': Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, [[ἄξιος]] νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ [[ὀνομαστός]], [[ἀνάξιος]] νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], δηλ. [[βδελυκτός]], Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων [[ὄνομα]] [[ἐπίσημον]] ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνομαστός]], [[ἐπιφανής]], [[περίφημος]], Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔνδοξος]] [[πρᾶξις]], περιβόητον [[πρᾶγμα]], ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.
|lstext='''ὀνομαστός''': Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, [[ἄξιος]] νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ [[ὀνομαστός]], [[ἀνάξιος]] νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], δηλ. [[βδελυκτός]], Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων [[ὄνομα]] [[ἐπίσημον]] ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνομαστός]], [[ἐπιφανής]], [[περίφημος]], Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔνδοξος]] [[πρᾶξις]], περιβόητον [[πρᾶγμα]], ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut nommer <i>ou</i> prononcer : [[οὐκ]] [[ὀνομαστός]] OD dont il ne faut pas parler <i>ou</i> prononcer le nom;<br /><b>2</b> renommé, célèbre;<br /><i>Cp.</i> ὀνομαστότερος, <i>Sp.</i> ὀνομαστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομαστός Medium diacritics: ὀνομαστός Low diacritics: ονομαστός Capitals: ΟΝΟΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: onomastós Transliteration B: onomastos Transliteration C: onomastos Beta Code: o)nomasto/s

English (LSJ)

ή, όν, in dialects ὀνῠμ- Pi.P.1.38 (as pr. n. of a Delphian, Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene)):—

   A named, to be named, and οὐκ ὀνομαστός not to be named or mentioned, i.e. abominable, Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν Od.19.260,597, cf. Hes.Th.148.    II of name or note, famous, Thgn.23, Pi.l.c., Hdt.4.47, Isoc.12.261, Phoen.2.11, etc. : Comp. and Sup., Hdt.6.126,2.178.    2 of things, notable, ὀνομαστὰ πράσσων E.HF509.

German (Pape)

[Seite 349] genannt, zu nennen, οὐκ ὀνομαστός, unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν θαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, τέμενος οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστός: Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, ἄξιος νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ ὀνομαστός, ἀνάξιος νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, δηλ. βδελυκτός, Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων ὄνομα ἐπίσημον ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, ὀνομαστός, ἐπιφανής, περίφημος, Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ἔνδοξος πρᾶξις, περιβόητον πρᾶγμα, ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut nommer ou prononcer : οὐκ ὀνομαστός OD dont il ne faut pas parler ou prononcer le nom;
2 renommé, célèbre;
Cp. ὀνομαστότερος, Sp. ὀνομαστότατος.
Étymologie: ὀνομάζω.