σύμφυτον: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμφυτον''': τό, [[φυτόν]] τι κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῆς θεραπευτικῆς [[αὐτοῦ]] ἰδιότητος τοῦ κλείειν τὰ τραύματα (ἴδε προηγ.), symphytum officinale, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Διοσκ. 4. 10, Ἀρεταῖ., κλπ.
|lstext='''σύμφυτον''': τό, [[φυτόν]] τι κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῆς θεραπευτικῆς [[αὐτοῦ]] ἰδιότητος τοῦ κλείειν τὰ τραύματα (ἴδε προηγ.), symphytum officinale, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Διοσκ. 4. 10, Ἀρεταῖ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />grande consoude, <i>plante qui a la vertu de rapprocher les chairs</i>.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφῠτον Medium diacritics: σύμφυτον Low diacritics: σύμφυτον Capitals: ΣΥΜΦΥΤΟΝ
Transliteration A: sýmphyton Transliteration B: symphyton Transliteration C: symfyton Beta Code: su/mfuton

English (LSJ)

τό,

   A comfrey, Symphytum bulbosum, Arist.HA616a1, Dsc.4.10, Ael.NA4.47.    2 σ. πετραῖον, low pine, Coris monspeliensis, Dsc.4.9.    3 = ἑλένιον, Id.1.28.    4 = γλυκύρριζα, Id.3.5 (versio Latina).

German (Pape)

[Seite 993] τό, eine Pflanze, von ihrer Heilkraft so benannt, weil sie das Zuwachsen, Zuheilen der Wunden befördert, Diosc., Symphytum officinale, Linn.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφυτον: τό, φυτόν τι κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς θεραπευτικῆς αὐτοῦ ἰδιότητος τοῦ κλείειν τὰ τραύματα (ἴδε προηγ.), symphytum officinale, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Διοσκ. 4. 10, Ἀρεταῖ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grande consoude, plante qui a la vertu de rapprocher les chairs.
Étymologie: συμφύω.