δαιμονίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονίζομαι''': μέσ. = [[δαιμονάω]], [[ἄλλος]] κατ’ [[ἄλλην]] δαιμονίζεται τύχην, [[ἕκαστος]] ἔχει τὴν ὡρισμένην αὐτῷ ὑπὸ τοῦ δαίμονος τύχην, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 98. ΙΙ. ὡς παθ., θεοποιοῦμαι, Σοφ. Ἀποσπ. 180. ΙΙΙ. κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, [[ἤτοι]] πονηροῦ πνεύματος, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ε΄, 2, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 706D· ἡ [[ἐπιληψία]] ἐκαλεῖτο ἱερὴ [[νόσος]] (ὥς τινες ἐνόμισαν), [[διότι]] εἶχεν ὡς αἰτίαν «τὴν εἴσοδον δαίμονος εἰς τὸν ἄνθρωπον» Ἀρετ. π. Δίτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
|lstext='''δαιμονίζομαι''': μέσ. = [[δαιμονάω]], [[ἄλλος]] κατ’ [[ἄλλην]] δαιμονίζεται τύχην, [[ἕκαστος]] ἔχει τὴν ὡρισμένην αὐτῷ ὑπὸ τοῦ δαίμονος τύχην, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 98. ΙΙ. ὡς παθ., θεοποιοῦμαι, Σοφ. Ἀποσπ. 180. ΙΙΙ. κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, [[ἤτοι]] πονηροῦ πνεύματος, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ε΄, 2, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 706D· ἡ [[ἐπιληψία]] ἐκαλεῖτο ἱερὴ [[νόσος]] (ὥς τινες ἐνόμισαν), [[διότι]] εἶχεν ὡς αἰτίαν «τὴν εἴσοδον δαίμονος εἰς τὸν ἄνθρωπον» Ἀρετ. π. Δίτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et part. pf.</i><br />être possédé du démon.<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονίζομαι Medium diacritics: δαιμονίζομαι Low diacritics: δαιμονίζομαι Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: daimonízomai Transliteration B: daimonizomai Transliteration C: daimonizomai Beta Code: daimoni/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A = δαιμονάω, ἄλλος κατ' ἄλλην δαιμονίζεται τύχην each one hath his own fate appointed, Philem.191.    II as Pass., to be deified, S.Fr.173 (so expld. by AB90; Act. in Hsch.).    III to be possessed by a demon or evil spirit, Ev.Matt.4.24, al., Plu.2.706d.

German (Pape)

[Seite 514] pass. = δαιμονάω, ἄλλος κατ' ἄλλην δαιμονίζεται τύχην, jeder ist auf seine Art vom Götterwillen abhängig, Philem. bei Stob. ecl. phys. 1 p. 196; – von einem bösen Geist besessen werden, N. T. Vgl. Plut. Symp. 7, 5, 4. – Vergöttert werden, Soph. frg. 180.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονίζομαι: μέσ. = δαιμονάω, ἄλλος κατ’ ἄλλην δαιμονίζεται τύχην, ἕκαστος ἔχει τὴν ὡρισμένην αὐτῷ ὑπὸ τοῦ δαίμονος τύχην, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 98. ΙΙ. ὡς παθ., θεοποιοῦμαι, Σοφ. Ἀποσπ. 180. ΙΙΙ. κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, ἤτοι πονηροῦ πνεύματος, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ε΄, 2, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 706D· ἡ ἐπιληψία ἐκαλεῖτο ἱερὴ νόσος (ὥς τινες ἐνόμισαν), διότι εἶχεν ὡς αἰτίαν «τὴν εἴσοδον δαίμονος εἰς τὸν ἄνθρωπον» Ἀρετ. π. Δίτ. Χρον. Παθ. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et part. pf.
être possédé du démon.
Étymologie: δαίμων.