ἐξόλλυμι: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξόλλυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ολέσω καὶ Ἀττ. -ολῶ: ἀόρ. α΄ ἐξώλεσα: πρκμ. ἐξολώλεκα. Καταστρέφω ἐντελῶς, ἐξολοθρεύω, τοὺς [[Ζεὺς]] ἐξολέσειε Ὀδ. Ρ. 597, πρβλ. Σιμωνίδ. 159, Εὐρ. Ἱππ. 725, κτλ. ΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] β΄ πρκμ. ἐξόλωλα, καταστρέφομαι ἐντελῶς, χάνομαι, Ἐμπεδ. 103· σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Σοφ. Τρ. 84, Ἀριστοφ. Εἰρ. 366, Πλάτ. Εὐθύδ. 285Α, κτλ.· ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ... ἐξολωλότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 483· τῆς εὐκτικῆς γίνεται [[χρῆσις]] ἐπὶ ἀρῶν, ἐξολοίμην ὁ αὐτ. ἐν «Γεωργοῖς» 12 (Meikene)· ἐξόλοιο Ἄλεξ. ἐν «Κυπρίῳ» 1. | |lstext='''ἐξόλλυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ολέσω καὶ Ἀττ. -ολῶ: ἀόρ. α΄ ἐξώλεσα: πρκμ. ἐξολώλεκα. Καταστρέφω ἐντελῶς, ἐξολοθρεύω, τοὺς [[Ζεὺς]] ἐξολέσειε Ὀδ. Ρ. 597, πρβλ. Σιμωνίδ. 159, Εὐρ. Ἱππ. 725, κτλ. ΙΙ. Μέσ., [[μετὰ]] β΄ πρκμ. ἐξόλωλα, καταστρέφομαι ἐντελῶς, χάνομαι, Ἐμπεδ. 103· σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Σοφ. Τρ. 84, Ἀριστοφ. Εἰρ. 366, Πλάτ. Εὐθύδ. 285Α, κτλ.· ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ... ἐξολωλότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 483· τῆς εὐκτικῆς γίνεται [[χρῆσις]] ἐπὶ ἀρῶν, ἐξολοίμην ὁ αὐτ. ἐν «Γεωργοῖς» 12 (Meikene)· ἐξόλοιο Ἄλεξ. ἐν «Κυπρίῳ» 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr. (f.</i> [[ἐξολῶ]], <i>ao.</i> ἐξώλεσα, <i>pf.</i> ἐκολώλεκα) détruire de fond en comble, anéantir;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf.</i> ἐξόλωλα <i>et au Moy.</i> ἐξόλλυμαι) périr, être perdu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὄλλυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
and ἐξολλύω, fut. -ολῶ: aor. 1 ἐξώλεσα: pf. ἐξολώλεκα:—
A destroy utterly, τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od.17.597, cf. E.Hipp.725, Pl. Euthd.285a, Men.Pk.230, etc. II Med., with pf. 2 ἐξόλωλα, perish utterly, Emp.11.3, S.Tr.84, Ar.Pax366, Pl.l.c., etc.; ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ . . ἐξολωλότες Ar.Pax483: opt. in imprecations, ἐξολοίμην Id.Fr.105; ἐξόλοιο Alex.120.
German (Pape)
[Seite 886] (s. ὄλλυμι), gänzlich vernichten, zu Grunde richten; τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od. 17, 597; in tmesi Il. 16, 360; Eur. Hipp. 725; Ar. Plut. 418 u. öfter; Plat. Euthyd. 285 a u. Folgde. – Med. u. perf. II. act., gänzlich zu Grunde gehen, σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Soph. Tr. 34; Ar. Pax 366; Plat. Euthyd. 283 e u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόλλυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ολέσω καὶ Ἀττ. -ολῶ: ἀόρ. α΄ ἐξώλεσα: πρκμ. ἐξολώλεκα. Καταστρέφω ἐντελῶς, ἐξολοθρεύω, τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Ὀδ. Ρ. 597, πρβλ. Σιμωνίδ. 159, Εὐρ. Ἱππ. 725, κτλ. ΙΙ. Μέσ., μετὰ β΄ πρκμ. ἐξόλωλα, καταστρέφομαι ἐντελῶς, χάνομαι, Ἐμπεδ. 103· σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Σοφ. Τρ. 84, Ἀριστοφ. Εἰρ. 366, Πλάτ. Εὐθύδ. 285Α, κτλ.· ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ... ἐξολωλότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 483· τῆς εὐκτικῆς γίνεται χρῆσις ἐπὶ ἀρῶν, ἐξολοίμην ὁ αὐτ. ἐν «Γεωργοῖς» 12 (Meikene)· ἐξόλοιο Ἄλεξ. ἐν «Κυπρίῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
1 tr. (f. ἐξολῶ, ao. ἐξώλεσα, pf. ἐκολώλεκα) détruire de fond en comble, anéantir;
2 intr. (au pf. ἐξόλωλα et au Moy. ἐξόλλυμαι) périr, être perdu.
Étymologie: ἐξ, ὄλλυμι.