μῆρα: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῆρα''': τά, σπανιώτερος Ὁμηρ. [[τύπος]] ἀντὶ [[μηρία]], οὐχὶ [[ἀνώμαλος]] πληθ. τοῦ [[μηρός]], (ἴδε μηρίον), Ἰλ. Α. 464., Β. 427, κτλ., [[οὕτως]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 1088, 1092.
|lstext='''μῆρα''': τά, σπανιώτερος Ὁμηρ. [[τύπος]] ἀντὶ [[μηρία]], οὐχὶ [[ἀνώμαλος]] πληθ. τοῦ [[μηρός]], (ἴδε μηρίον), Ἰλ. Α. 464., Β. 427, κτλ., [[οὕτως]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 1088, 1092.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>seul. pl.</i><br /><i>c.</i> μηρία.
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆρα Medium diacritics: μῆρα Low diacritics: μήρα Capitals: ΜΗΡΑ
Transliteration A: mē̂ra Transliteration B: mēra Transliteration C: mira Beta Code: mh=ra

English (LSJ)

τά, old pl. of

   A μηρός 2, = μηρία, Il.1.464, al., B.Fr.3.4, Ar.Pax 1088; Ποσειδάωνι . . πόλλ' ἐπὶ μῆρ' ἔθεμεν Od.3.179.

Greek (Liddell-Scott)

μῆρα: τά, σπανιώτερος Ὁμηρ. τύπος ἀντὶ μηρία, οὐχὶ ἀνώμαλος πληθ. τοῦ μηρός, (ἴδε μηρίον), Ἰλ. Α. 464., Β. 427, κτλ., οὕτως Ἀριστοφ. Εἰρ. 1088, 1092.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. pl.
c. μηρία.