φάρσος: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φάρσος''': -εος, τό, (ἴδε ἐν λέξ. φάρος)· ― [[μέρος]] ἀποκεκομμένον, ἀποκεχωρισμένον, φάρσεα πόλιος, τὰ μέρη, αἱ συνοικίαι αὐτῆς, Ἡρόδ. 1. 180· ἐν φάρσει ἑκάστῳ [[αὐτόθι]] 181, πρβλ. 186· φ. βότρυος Ἀνθ. Π. 6. 299· σχίζειν τὸ [[ἱμάτιον]] εἰς [[δώδεκα]] φ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 7, 7.
|lstext='''φάρσος''': -εος, τό, (ἴδε ἐν λέξ. φάρος)· ― [[μέρος]] ἀποκεκομμένον, ἀποκεχωρισμένον, φάρσεα πόλιος, τὰ μέρη, αἱ συνοικίαι αὐτῆς, Ἡρόδ. 1. 180· ἐν φάρσει ἑκάστῳ [[αὐτόθι]] 181, πρβλ. 186· φ. βότρυος Ἀνθ. Π. 6. 299· σχίζειν τὸ [[ἱμάτιον]] εἰς [[δώδεκα]] φ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />morceau, portion, fragment ; φάρσεα πόλιος HDT quartiers d’une ville.<br />'''Étymologie:''' [[φάρω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάρσος Medium diacritics: φάρσος Low diacritics: φάρσος Capitals: ΦΑΡΣΟΣ
Transliteration A: phársos Transliteration B: pharsos Transliteration C: farsos Beta Code: fa/rsos

English (LSJ)

εος, τό,

   A any piece cut off or severed, portion, ( = τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον, ἀκρωτήριον, Hsch.; part of a house, Poll.7.121); φάρσεα πόλιος the quarters of a city, Hdt.1.180; ἐν φάρσεϊ ἑκατέρῳ ib. 181, cf. 186; φ. βότρυος AP6.299 (Phan.); φ. δραχμαῖον Nic.Th.664; σχίζειν τὸ ἱμάτιον εἰς δώδεκα φ. J.AJ8.7.7.    2 = velamen, Gloss.; ῥούσιον φ., = vexillum, ibid.; φ. σκεπαστήρια protective sheets or coverings, J.AJ3.8.2; ὡραῖον τὸ φ. ἄθεσι παντοίοις ib.3.6.4; λίνεον φ. ibid.

German (Pape)

[Seite 1257] τό (pars), jedes abgerissene, abgesonderte Stück, Theil, Abtheilung; φάρσεα πόλιος, die Theile der Stadt, Stadtviertel, Her. 1, 180. 181. 186; oft bei sp. D., βότρυος Phani. 5 (VI, 299), vgl. 4. 6 (VI, 297. 307).

Greek (Liddell-Scott)

φάρσος: -εος, τό, (ἴδε ἐν λέξ. φάρος)· ― μέρος ἀποκεκομμένον, ἀποκεχωρισμένον, φάρσεα πόλιος, τὰ μέρη, αἱ συνοικίαι αὐτῆς, Ἡρόδ. 1. 180· ἐν φάρσει ἑκάστῳ αὐτόθι 181, πρβλ. 186· φ. βότρυος Ἀνθ. Π. 6. 299· σχίζειν τὸ ἱμάτιον εἰς δώδεκα φ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
morceau, portion, fragment ; φάρσεα πόλιος HDT quartiers d’une ville.
Étymologie: φάρω.