ἰδιογενής: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_7) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰδιογενής''': -ές, ἔχων [[ἴδιον]] γένος, ἀντίθετον τῷ [[κοινογενής]], Πλάτ. Πολιτικ. 265Ε, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938, Διοσκ. 2. 71. | |lstext='''ἰδιογενής''': -ές, ἔχων [[ἴδιον]] γένος, ἀντίθετον τῷ [[κοινογενής]], Πλάτ. Πολιτικ. 265Ε, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938, Διοσκ. 2. 71. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰδιογενής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς του ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο [[ημίονος]] από όνο και [[φοράδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ενδο</i>-<i>γενής</i>, <i>μονο</i>-<i>γενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A mating only with its kind, opp. κοινογενής, Pl.Plt.265e. 2 peculiar in kind, Herm. ap.Stob.1.49.44, Dsc.2.66.
German (Pape)
[Seite 1236] ές, von eigener, besonderer Gattung; im Ggstz von κοινογενής, φύσις, Plat. Polit. 265 e; Hermes Stob. ecl. ph. 1, 938.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιογενής: -ές, ἔχων ἴδιον γένος, ἀντίθετον τῷ κοινογενής, Πλάτ. Πολιτικ. 265Ε, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938, Διοσκ. 2. 71.
Greek Monolingual
ἰδιογενής, -ές (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς του ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο ημίονος από όνο και φοράδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γενης (< γένος), πρβλ. ενδο-γενής, μονο-γενής].