τραχών: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(6_22)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾱχών''': -ῶνος, ὁ, τραχύ, ἀνώμαλον [[ἔδαφος]], [[τόπος]] [[πετρώδης]], Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 30, Τόξ. 49˙ - [[ἐντεῦθεν]] Τράχων (ὡς τὸ [[Τραχίς]]), ἐν Συρίᾳ, Ἰώσηπ. 13. 16, 5˙ καὶ Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, Φιλίππου... τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας Εὐαγγ. κ. Λουκ. γʹ, 1˙ Τραχωνῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 10, κλπ.
|lstext='''τρᾱχών''': -ῶνος, ὁ, τραχύ, ἀνώμαλον [[ἔδαφος]], [[τόπος]] [[πετρώδης]], Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 30, Τόξ. 49˙ - [[ἐντεῦθεν]] Τράχων (ὡς τὸ [[Τραχίς]]), ἐν Συρίᾳ, Ἰώσηπ. 13. 16, 5˙ καὶ Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, Φιλίππου... τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας Εὐαγγ. κ. Λουκ. γʹ, 1˙ Τραχωνῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 10, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]], [[βραχώδης]] και [[ξερός]] [[τόπος]] («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοιτ</i>-<i>ών</i>), από όπου το [[τοπωνύμιο]] <i>Τράχων</i>].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχών Medium diacritics: τραχών Low diacritics: τραχών Capitals: ΤΡΑΧΩΝ
Transliteration A: trachṓn Transliteration B: trachōn Transliteration C: trachon Beta Code: traxw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A a rugged, stony tract, Str.4.1.5, D.H. 19.4, PVat.11rv6 (ii A. D.), Luc. VH2.30, Tox.49:—hence Τράχων, in Syria, J.AJ13.16.5; and Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, χώρα Ev.Luc.3.1, etc.; Τραχωνῖται, οἱ, its inhabitants, J.BJ3.10.10; T. Ἄραβες Ptol. Geog.5.14.20.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχών: -ῶνος, ὁ, τραχύ, ἀνώμαλον ἔδαφος, τόπος πετρώδης, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 30, Τόξ. 49˙ - ἐντεῦθεν Τράχων (ὡς τὸ Τραχίς), ἐν Συρίᾳ, Ἰώσηπ. 13. 16, 5˙ καὶ Τραχωνῖτις, ιδος, ἡ, Φιλίππου... τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας Εὐαγγ. κ. Λουκ. γʹ, 1˙ Τραχωνῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 10, κλπ.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
τραχύ, ανώμαλο έδαφος, βραχώδης και ξερός τόπος («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. κοιτ-ών), από όπου το τοπωνύμιο Τράχων].