ὑπαναστατέον: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_20)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπαναστᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπανίσταμαι]], πρέπει τις νὰ ἐγείρηται, προσηκώνηται ἐκ τῆς θέσεώς του, [[μάλιστα]] [[ὅπως]] παραχωρήσῃ αὐτὴν εἰς ἕτερον, Ξεν. Λακ. 9, 5.
|lstext='''ὑπαναστᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπανίσταμαι]], πρέπει τις νὰ ἐγείρηται, προσηκώνηται ἐκ τῆς θέσεώς του, [[μάλιστα]] [[ὅπως]] παραχωρήσῃ αὐτὴν εἰς ἕτερον, Ξεν. Λακ. 9, 5.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαναστᾰτέον:''' ρημ. Επίθ. του [[ὑπανίσταμαι]], αυτό που πρέπει, οφείλει να σηκωθεί από την [[θέση]] του, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαναστᾰτέον Medium diacritics: ὑπαναστατέον Low diacritics: υπαναστατέον Capitals: ΥΠΑΝΑΣΤΑΤΕΟΝ
Transliteration A: hypanastatéon Transliteration B: hypanastateon Transliteration C: ypanastateon Beta Code: u(panastate/on

English (LSJ)

(ὑπανίσταμαι)

   A one must rise up, esp. to make room for another, X.Lac.9.5.

German (Pape)

[Seite 1182] adj. verb. von ὑπανίστημι, man muß aufstehen, um Platz zu machen, Xen. Lac. 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαναστᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπανίσταμαι, πρέπει τις νὰ ἐγείρηται, προσηκώνηται ἐκ τῆς θέσεώς του, μάλιστα ὅπως παραχωρήσῃ αὐτὴν εἰς ἕτερον, Ξεν. Λακ. 9, 5.

Greek Monotonic

ὑπαναστᾰτέον: ρημ. Επίθ. του ὑπανίσταμαι, αυτό που πρέπει, οφείλει να σηκωθεί από την θέση του, σε Ξεν.