ἵππαγρος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(6_14)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵππαγρος''': ὁ, = [[ἵππος]] [[ἄγριος]], Ὀππ. Κυν. 3. 252.
|lstext='''ἵππαγρος''': ὁ, = [[ἵππος]] [[ἄγριος]], Ὀππ. Κυν. 3. 252.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἵππαγρος]], ὁ (Α)<br />[[άγριος]] [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βό</i>-<i>αγρος</i>, <i>σύ</i>-<i>αγρος</i>. Για τη [[σειρά]] τών συνθετικών <b>βλ. λ.</b> [[ιπποπόταμος]]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππαγρος Medium diacritics: ἵππαγρος Low diacritics: ίππαγρος Capitals: ΙΠΠΑΓΡΟΣ
Transliteration A: híppagros Transliteration B: hippagros Transliteration C: ippagros Beta Code: i(/ppagros

English (LSJ)

ὁ,= ἵππος ἄγριος,

   A wild horse, Opp.C.3.252.

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, das wilde Pferd, Opp. Cyn. 3, 252.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππαγρος: ὁ, = ἵππος ἄγριος, Ὀππ. Κυν. 3. 252.

Greek Monolingual

ἵππαγρος, ὁ (Α)
άγριος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βό-αγρος, σύ-αγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος].