ῥέμβη: Difference between revisions
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
(6_9) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥέμβη''': ἡ, ([[ῥέμβω]]) τὸ πλανᾶσθαι, [[πλάνη]], ἐν ῥέμβῃ [[εἶναι]], ἐν παραλύσει, Γαλην. εἰς Ἱππ. 1215Ε (τὰ τοῦ Ἱπποκρ. Ἀντίγραφα ἔχουσι ῥεμβίῃ). | |lstext='''ῥέμβη''': ἡ, ([[ῥέμβω]]) τὸ πλανᾶσθαι, [[πλάνη]], ἐν ῥέμβῃ [[εἶναι]], ἐν παραλύσει, Γαλην. εἰς Ἱππ. 1215Ε (τὰ τοῦ Ἱπποκρ. Ἀντίγραφα ἔχουσι ῥεμβίῃ). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ῥέμβη]], η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ρεμβασμός]], η ευάρεστη [[περιπλάνηση]] της φαντασίας και της σκέψης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[περιπλάνηση]], το να γυρίζει [[κάποιος]] εδώ κι [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ῥέμβομαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A wandering, metaph., κατὰ φωνὴν ἦν ἐν τῇ ῥέμβῃ Hp.Epid.7.17 (restored for ῥεμβίῃ from Gal.19.134).
German (Pape)
[Seite 837] ἡ, = Folgdm, Galen. aus Hippocr. erklärt πλάνη.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέμβη: ἡ, (ῥέμβω) τὸ πλανᾶσθαι, πλάνη, ἐν ῥέμβῃ εἶναι, ἐν παραλύσει, Γαλην. εἰς Ἱππ. 1215Ε (τὰ τοῦ Ἱπποκρ. Ἀντίγραφα ἔχουσι ῥεμβίῃ).
Greek Monolingual
ῥέμβη, η, ΝΜΑ
νεοελλ.
ο ρεμβασμός, η ευάρεστη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης
αρχ.-μσν.
η περιπλάνηση, το να γυρίζει κάποιος εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι].