ἄλλοσε: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλλοσε''': ἐπίρρ. ([[ἄλλος]]) εἰς ἄλλον τόπον, πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], Ὀδ. Ψ. 184· [[ἄλλος]] [[ἄλλοσε]], εἷς πρὸς ἕν [[μέρος]] καὶ [[ἄλλος]] πρὸς [[ἄλλο]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 359· ἄλλοσ’... [[ὄμμα]], θατέρα δὲ νοῦν ἔχοντα, Σοφ. Τρ. 272: εἰς τὰ ξένα, εἰς ξένας χώρας· [[ἄλλοσε]] ἐκπέμπειν, ἐξάγειν εἰς ξένας χώρας, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 11. ― συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλου ἐπιρρήμ. [[ἄλλοσε]] [[οὐδαμόσε]], πρὸς οὐδένα ἄλλον τόπον, Πλάτ. Κρίτων 52Β· [[ἄλλοσε]] [[πολλαχόσε]], εἰς πολλὰ ἄλλα μέρη· ὁ αὐτ. Φαίδων 113Β· ποῖ [[ἄλλοσε]]; πρὸς ποῖον [[ἄλλο]] [[μέρος]]; ὁ αὐτ. Μενέξ. 241Ε· ἄλλοσέ ποι, εἰς [[ἄλλο]] τι [[μέρος]], ὁ αὐτ. Θεαίτ. 202Ε: ― [[συχνάκις]] καὶ μὲ γεν., ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας, εἰς κανὲν [[ἄλλο]] [[μέρος]] τῆς Σικελίας, Θουκ. 7. 51· [[ἄλλοσε]] τοῦ σώματος, Πλάτ. Νόμ. 841Β: ― ἐν τῇ φράσει [[ἄλλοσε]] [[ὅποι]] ἂν ἀφίκῃ, Πλάτ. Κρίτ. 45Β, δὲν [[εἶναι]] = τῷ ἀλλαχοῦ, ἀλλ’ ἐτέθη ἀντ’ [[αὐτοῦ]] καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ [[ὅποι]]. | |lstext='''ἄλλοσε''': ἐπίρρ. ([[ἄλλος]]) εἰς ἄλλον τόπον, πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], Ὀδ. Ψ. 184· [[ἄλλος]] [[ἄλλοσε]], εἷς πρὸς ἕν [[μέρος]] καὶ [[ἄλλος]] πρὸς [[ἄλλο]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 359· ἄλλοσ’... [[ὄμμα]], θατέρα δὲ νοῦν ἔχοντα, Σοφ. Τρ. 272: εἰς τὰ ξένα, εἰς ξένας χώρας· [[ἄλλοσε]] ἐκπέμπειν, ἐξάγειν εἰς ξένας χώρας, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 11. ― συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλου ἐπιρρήμ. [[ἄλλοσε]] [[οὐδαμόσε]], πρὸς οὐδένα ἄλλον τόπον, Πλάτ. Κρίτων 52Β· [[ἄλλοσε]] [[πολλαχόσε]], εἰς πολλὰ ἄλλα μέρη· ὁ αὐτ. Φαίδων 113Β· ποῖ [[ἄλλοσε]]; πρὸς ποῖον [[ἄλλο]] [[μέρος]]; ὁ αὐτ. Μενέξ. 241Ε· ἄλλοσέ ποι, εἰς [[ἄλλο]] τι [[μέρος]], ὁ αὐτ. Θεαίτ. 202Ε: ― [[συχνάκις]] καὶ μὲ γεν., ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας, εἰς κανὲν [[ἄλλο]] [[μέρος]] τῆς Σικελίας, Θουκ. 7. 51· [[ἄλλοσε]] τοῦ σώματος, Πλάτ. Νόμ. 841Β: ― ἐν τῇ φράσει [[ἄλλοσε]] [[ὅποι]] ἂν ἀφίκῃ, Πλάτ. Κρίτ. 45Β, δὲν [[εἶναι]] = τῷ ἀλλαχοῦ, ἀλλ’ ἐτέθη ἀντ’ [[αὐτοῦ]] καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ [[ὅποι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />ailleurs <i>avec mouv.</i> : ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας THC en qqe autre endroit de la Sicile ; [[ἄλλος]] [[ἄλλοσε]] ESCHL en allant l’un d’un côté, l’autre de l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], -[[σε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A elsewhither, Od.23.184; ἄλλος ἄ. A.Pers.359; ἄ . . . ὄμμα θατέρᾳ δὲ νοῦν ἔχοντα S.Tr.272; to foreign lands, ἄ. ἐκπέμπειν to export, X.HG6.1.11; ἄ. οὐδαμόσε to no other place, Pl.Cri.52b; ἄ. πολλαχόσε to many other places, Id.Mx.241e; ποῖ ἄ.; to what other place? Id.Phd.82a; ἄ. ποι to some other place, Id.Tht.202e: c. gen., ἄ. ποι τῆς Σικελίας to some other part of Sicily, Th.7.51; ἄ. τοῦ σώματος Pl.Lg.841a:—by attraction, = ἀλλαχοῦ, ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ Id.Cri.45b.
German (Pape)
[Seite 106] anders wohin, Hom. nur Od. 23, 184. 204; ἄλλος ἄλλοσε Aesch. Pers. 351 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλοσε: ἐπίρρ. (ἄλλος) εἰς ἄλλον τόπον, πρὸς ἄλλο μέρος, Ὀδ. Ψ. 184· ἄλλος ἄλλοσε, εἷς πρὸς ἕν μέρος καὶ ἄλλος πρὸς ἄλλο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 359· ἄλλοσ’... ὄμμα, θατέρα δὲ νοῦν ἔχοντα, Σοφ. Τρ. 272: εἰς τὰ ξένα, εἰς ξένας χώρας· ἄλλοσε ἐκπέμπειν, ἐξάγειν εἰς ξένας χώρας, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 11. ― συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλου ἐπιρρήμ. ἄλλοσε οὐδαμόσε, πρὸς οὐδένα ἄλλον τόπον, Πλάτ. Κρίτων 52Β· ἄλλοσε πολλαχόσε, εἰς πολλὰ ἄλλα μέρη· ὁ αὐτ. Φαίδων 113Β· ποῖ ἄλλοσε; πρὸς ποῖον ἄλλο μέρος; ὁ αὐτ. Μενέξ. 241Ε· ἄλλοσέ ποι, εἰς ἄλλο τι μέρος, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 202Ε: ― συχνάκις καὶ μὲ γεν., ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας, εἰς κανὲν ἄλλο μέρος τῆς Σικελίας, Θουκ. 7. 51· ἄλλοσε τοῦ σώματος, Πλάτ. Νόμ. 841Β: ― ἐν τῇ φράσει ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ, Πλάτ. Κρίτ. 45Β, δὲν εἶναι = τῷ ἀλλαχοῦ, ἀλλ’ ἐτέθη ἀντ’ αὐτοῦ καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ὅποι.
French (Bailly abrégé)
adv.
ailleurs avec mouv. : ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας THC en qqe autre endroit de la Sicile ; ἄλλος ἄλλοσε ESCHL en allant l’un d’un côté, l’autre de l’autre.
Étymologie: ἄλλος, -σε.