κενόπρησις: Difference between revisions
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
(6_8) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κενόπρησις''': -εως, ([[πίμπρημι]]) ἡ, πρήξιμον, [[ἀσθένεια]] ἵππων, «[[ὅταν]] ὁ [[ἵππος]] ἦ κατακρατούμενος ὑπὸ ξηρᾶς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῖ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας» Ἱππιατρ. 150, 151. | |lstext='''κενόπρησις''': -εως, ([[πίμπρημι]]) ἡ, πρήξιμον, [[ἀσθένεια]] ἵππων, «[[ὅταν]] ὁ [[ἵππος]] ἦ κατακρατούμενος ὑπὸ ξηρᾶς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῖ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας» Ἱππιατρ. 150, 151. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κενόπρησις]], ἡ (Α)<br />[[ασθένεια]] τών αλόγων που σύμπτωμά της [[είναι]] το [[πρήξιμο]] τών λαγόνων («[[ὅταν]] ὁ [[ἵππος]] ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρῆσις]] «[[οἴδημα]], [[φλεγμονή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπρημι]] «[[φυσώ]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A flatulence, Hippiatr.46.
Greek (Liddell-Scott)
κενόπρησις: -εως, (πίμπρημι) ἡ, πρήξιμον, ἀσθένεια ἵππων, «ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμενος ὑπὸ ξηρᾶς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῖ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας» Ἱππιατρ. 150, 151.
Greek Monolingual
κενόπρησις, ἡ (Α)
ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + πρῆσις «οἴδημα, φλεγμονή» (< πίμπρημι «φυσώ»)].