ἰκμάζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰκμάζω''': τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀποσπ. 3. 16. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐξικμάζω]], [[ἐξατμίζω]] τὴν ὑγρασίαν, [[καταξηραίνω]], «ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν» Ἡσύχ.· ἰκμασθέντος δὲ τούτου Πλούτ. 2. 954Ε. | |lstext='''ἰκμάζω''': τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀποσπ. 3. 16. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐξικμάζω]], [[ἐξατμίζω]] τὴν ὑγρασίαν, [[καταξηραίνω]], «ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν» Ἡσύχ.· ἰκμασθέντος δὲ τούτου Πλούτ. 2. 954Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rendre humide ; <i>Pass.</i> être <i>ou</i> devenir humide.<br />'''Étymologie:''' [[ἰκμάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
= sq., Nic.Fr.70.17. II filter through, ooze, Alex.Aphr.in Mete.87.27. III evaporate moisture, dry up, ἰκμασθέντος δὲ τούτου Plu.2.954e codd.; ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1248] = Folgdm; ἰκμάζουσα Nic. bei Ath. IV, 133 e; ἰκμασθέντος Plut. pr. frig. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκμάζω: τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀποσπ. 3. 16. ΙΙ. ὡς τὸ ἐξικμάζω, ἐξατμίζω τὴν ὑγρασίαν, καταξηραίνω, «ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν» Ἡσύχ.· ἰκμασθέντος δὲ τούτου Πλούτ. 2. 954Ε.
French (Bailly abrégé)
rendre humide ; Pass. être ou devenir humide.
Étymologie: ἰκμάς.