φόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6_12)
(45)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φόλλιξ''': -ικος, ἡ, [[ψωρώδης]] [[τραχύτης]] τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.
|lstext='''φόλλιξ''': -ικος, ἡ, [[ψωρώδης]] [[τραχύτης]] τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.
}}
{{grml
|mltxt=-ικος, ἡ, Α<br />[[τραχύτητα]] του δέρματος που οφείλεται σε [[ψώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για παρλλ. τ. της λ. [[φολίς]] «[[λέπι]], [[κηλίδα]], [[στίγμα]]», με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- και [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ικος</i> (για την [[εναλλαγή]] -<i>ικ</i>- / -<i>ιδ</i>- στο [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> [[κλᾴξ]]: [[κληίς]], [<b>βλ. λ.</b> [[κλείδα]]], [[στάλιξ]]: [[σταλίς]])].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1298] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φόλλιξ: -ικος, ἡ, ψωρώδης τραχύτης τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
τραχύτητα του δέρματος που οφείλεται σε ψώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. της λ. φολίς «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- και επίθημα -ιξ, -ικος (για την εναλλαγή -ικ- / -ιδ- στο επίθημα πρβλ. κλᾴξ: κληίς, [βλ. λ. κλείδα], στάλιξ: σταλίς)].