ὑπόρνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόρνῡμι''': μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ [[Μοῦσα]], Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ [[κόμπος]] ὀρώρει Θ. 380.
|lstext='''ὑπόρνῡμι''': μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ [[Μοῦσα]], Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ [[κόμπος]] ὀρώρει Θ. 380.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπόρσω, <i>ao.</i> ὑπῶρσα, <i>pf.</i> ὑπώρορα;<br />exciter peu à peu, faire naître insensiblement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὄρνυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρνῡμι Medium diacritics: ὑπόρνυμι Low diacritics: υπόρνυμι Capitals: ΥΠΟΡΝΥΜΙ
Transliteration A: hypórnymi Transliteration B: hypornymi Transliteration C: ypornymi Beta Code: u(po/rnumi

English (LSJ)

aor. 1 -ῶρσα, aor. 2 -ώρορε (v. infr.):—

   A rouse secretly or gradually, mostly in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο Il. 23.108, cf. Od.4.113; in aor. 2, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα such was the Muse's power to move, 24.62:—Pass., rise secretly or gradually, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο 16.215: so in plpf. Act. (intr.), πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει 8.380.

German (Pape)

[Seite 1230] (s. ὄρνυμι), darunter, dabei od. allmälig erregen, in Bewegung setzen; in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο, Il. 23, 108. 153 Od. 4, 113. 183 u. sonst; aor. II., τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, 24, 62. – Pass. darunter allmälig entstehen, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο, Od. 16, 215; zu welcher Bdtg auch das perf. II. act. gehört, πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει, 8, 380.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρνῡμι: μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ Μοῦσα, Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ ἵμερος ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει Θ. 380.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπόρσω, ao. ὑπῶρσα, pf. ὑπώρορα;
exciter peu à peu, faire naître insensiblement.
Étymologie: ὑπό, ὄρνυμι.