κάναστρον: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάναστρον''': τό, (κάνη) = [[κάνεον]], [[κάνιστρον]], Λατ. canistrum, «[[κάνιστρον]].. κανοῦν» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[κάνυστρον]] «ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις (τοῦ Εὐπόλιδος) οὐ [[κάναστρον]] μόνον, ἀλλὰ καὶ [[κάνυστρον]] εὑρίσκομεν» [[Πολυδ]]. Ι΄, 85· καὶ κάναυστρον Ἀττ. Ἐπιγρ. παρὰ Dittenb. 44, 10· [[προσέτι]] [[κάνιστρον]] ἐν τῷ ᾄσματι τῆς χελιδόνος παρὰ τῷ Bgk. εἰς Λυρ. σ. 883. ΙΙ. πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[πινάκιον]], ἀλλαχοῦ [[τρύβλιον]], κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 14. 3 (Wolf παροξυτ. κανάστρα), Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 2. | |lstext='''κάναστρον''': τό, (κάνη) = [[κάνεον]], [[κάνιστρον]], Λατ. canistrum, «[[κάνιστρον]].. κανοῦν» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[κάνυστρον]] «ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις (τοῦ Εὐπόλιδος) οὐ [[κάναστρον]] μόνον, ἀλλὰ καὶ [[κάνυστρον]] εὑρίσκομεν» [[Πολυδ]]. Ι΄, 85· καὶ κάναυστρον Ἀττ. Ἐπιγρ. παρὰ Dittenb. 44, 10· [[προσέτι]] [[κάνιστρον]] ἐν τῷ ᾄσματι τῆς χελιδόνος παρὰ τῷ Bgk. εἰς Λυρ. σ. 883. ΙΙ. πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[πινάκιον]], ἀλλαχοῦ [[τρύβλιον]], κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 14. 3 (Wolf παροξυτ. κανάστρα), Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />vase en forme de corbeille.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
[κᾰ], τό,
A = κάνεον, wicker basket, GDI5087.9 (Crete), dub. in Supp.Epigr.1.414 (Crete), cf. Hsch.: καναῦστρον, IG12.330.11 (cited as κάναστρον and κάνυστρον by Poll.10.86), cf. Carm.Pop. 41.9; κάνιστρον (?), PLond.5.1657.9 (iv/v A.D.). II earthen vessel, dish, = τρύβλιον, Hom.Epigr.14.3, Nicopho 24.
German (Pape)
[Seite 1319] τό, = κάνεον, von Rohr geflochtener Korb, VLL., die es auch τρυβλίον erkl.; irdenes Gefäß, Schüssel, Hom. ep. 14, 3, wo Wolf κανάστρα betont; nach Poll. 10, 85 φελλώδεις τινὲς πινακίσκοι. Auch κάνυστρον.
Greek (Liddell-Scott)
κάναστρον: τό, (κάνη) = κάνεον, κάνιστρον, Λατ. canistrum, «κάνιστρον.. κανοῦν» Ἡσύχ.· ὡσαύτως κάνυστρον «ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις (τοῦ Εὐπόλιδος) οὐ κάναστρον μόνον, ἀλλὰ καὶ κάνυστρον εὑρίσκομεν» Πολυδ. Ι΄, 85· καὶ κάναυστρον Ἀττ. Ἐπιγρ. παρὰ Dittenb. 44, 10· προσέτι κάνιστρον ἐν τῷ ᾄσματι τῆς χελιδόνος παρὰ τῷ Bgk. εἰς Λυρ. σ. 883. ΙΙ. πήλινον ἀγγεῖον, πινάκιον, ἀλλαχοῦ τρύβλιον, κότυλοι καὶ πάντα κάναστρα Ὁμήρ. Ἐπιγράμμ. 14. 3 (Wolf παροξυτ. κανάστρα), Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase en forme de corbeille.
Étymologie: κάνης.