ἐφηλόω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφηλόω''': καρφώνω τι στερεῶς· τῶνδ’ ἐφήλωται τορῶς [[γόμφος]] [[διαμπάξ]], μεταφ., ὡρίσθη τὸ [[πρᾶγμα]] ἀμετακλήτως, Αἰσχύλ. Ἱκ. 944. | |lstext='''ἐφηλόω''': καρφώνω τι στερεῶς· τῶνδ’ ἐφήλωται τορῶς [[γόμφος]] [[διαμπάξ]], μεταφ., ὡρίσθη τὸ [[πρᾶγμα]] ἀμετακλήτως, Αἰσχύλ. Ἱκ. 944. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />clouer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἡλόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
A nail on, in Pass., Apollod.Poliorc.158.8, Ath.Mech.25.3: metaph., τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ the bolt is driven home, i. e. it is irrevocably fixed, A.Supp.944; cf. ἐφαλόω.
German (Pape)
[Seite 1117] annageln, τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ Aesch. Suppl. 922, es ist wie angenagelt, unwiderruflich beschlossen; – ἐφηλωτός, angenagelt, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφηλόω: καρφώνω τι στερεῶς· τῶνδ’ ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ, μεταφ., ὡρίσθη τὸ πρᾶγμα ἀμετακλήτως, Αἰσχύλ. Ἱκ. 944.