σκληρυντικός: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(6_11) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκληρυντικός''': -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ. | |lstext='''σκληρυντικός''': -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκληρυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκληρύνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σκλήρυνση]] και, [[κυρίως]], αυτός που συντελεί στη [[σκλήρυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ιστού που υπέστη [[σκλήρυνση]] ως [[συνέπεια]] παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A hardening, Dsc.1.39, Gal.11.710.
German (Pape)
[Seite 901] hart machend, verhärtend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρυντικός: -ή, -όν, ὁ σκληρύνων, Ἰατρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκληρυντικός, -ή, -όν, ΝΑ σκληρύνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων.