μυριοντάκις: Difference between revisions
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
(6_6) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡριοντάκις''': Ἐπίρρ., = [[μυριάκις]], σχηματισθὲν κατὰ τὸ [[ἑκατοντάκις]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[μυριάκις]]. | |lstext='''μῡριοντάκις''': Ἐπίρρ., = [[μυριάκις]], σχηματισθὲν κατὰ τὸ [[ἑκατοντάκις]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[μυριάκις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυριοντάκις]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μυριάκις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύριος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> με [[επίδραση]] του [[ἑκατοντάκις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.,
A = μυριάκις, formed after ἑκατοντάκις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 219] = μυριάκις, nach ἑκατοντάκις gebildet, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοντάκις: Ἐπίρρ., = μυριάκις, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἑκατοντάκις, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μυριάκις.
Greek Monolingual
μυριοντάκις (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μυριάκις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος + επιρρμ. κατάλ. -άκις με επίδραση του ἑκατοντάκις.