ὀλιγαρχικός: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγαρχικός''': ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ ὀλ. [[κόσμος]] Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· [[πολιτεία]] [[αὐτόθι]] 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιαρχική = [[ὀλιγαρχία]], [[αὐτόθι]] 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον [[αὐτόθι]] 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ [[ἐναντίον]] τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2. | |lstext='''ὀλῐγαρχικός''': ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ ὀλ. [[κόσμος]] Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· [[πολιτεία]] [[αὐτόθι]] 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιαρχική = [[ὀλιγαρχία]], [[αὐτόθι]] 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον [[αὐτόθι]] 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ [[ἐναντίον]] τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’oligarchie;<br /><b>2</b> partisan de l’oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγαρχία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A oligarchical, ὀ. κόσμος Th.8.72 ; ξυνωμοσία Id.6.60 ; δίκαιον, νόμος, Arist.Pol.1280a8, 1281a37 ; πολιτεῖαι ib.1288a22 ; [πόλις] ib.1316b7 ; τοῦτο -ώτερον ib.1281a33. Adv. -κῶς Pl.R.555a, D.15.33. 2 of persons, inclined or devoted to oligarchy, And.4.16, Lys.25.8, Pl.R.545a, al. ; οἱ ὀ., opp. οἱ δημοκρατικοί, Arist.Pol.1280a27.
German (Pape)
[Seite 320] ή, όν, die Oligarchie betreffend, von Menschen, oligarchisch gesinnt, für die Herrschaft Weniger geneigt; Thuc. 8, 72; Plat. Rep. VIII, 553 e; καὶ μισόδημος, Andoc. 4, 16; Folgde. – Adv., Plat. Rep. VIII, 555 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγαρχικός: ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ ὅμοιος αὐτῇ ὀλ. κόσμος Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, νόμος Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· πολιτεία αὐτόθι 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιαρχική = ὀλιγαρχία, αὐτόθι 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον αὐτόθι 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ ἐναντίον τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l’oligarchie;
2 partisan de l’oligarchie.
Étymologie: ὀλιγαρχία.