ἀοιδοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀοιδοπόλος''': ὁ, ὁ περὶ τὰς ἀοιδὰς πολούμενος, ὅ ἐστι «ὁ περὶ τὰς ᾠδὰς ἀναστρεφόμενος» (Ἡσύχ.), [[ἀοιδός]], [[ποιητής]], ὡς τὸ [[μουσοπόλος]], Ἀνθ. Π. 7. 594, 595. 2) ὁ εἰς τὰς ᾠδὰς ἀφιερωμένος, ἐπὶ τοῦ χοριάμβου, Αὐσον. Ἐπιστ. 14.
|lstext='''ἀοιδοπόλος''': ὁ, ὁ περὶ τὰς ἀοιδὰς πολούμενος, ὅ ἐστι «ὁ περὶ τὰς ᾠδὰς ἀναστρεφόμενος» (Ἡσύχ.), [[ἀοιδός]], [[ποιητής]], ὡς τὸ [[μουσοπόλος]], Ἀνθ. Π. 7. 594, 595. 2) ὁ εἰς τὰς ᾠδὰς ἀφιερωμένος, ἐπὶ τοῦ χοριάμβου, Αὐσον. Ἐπιστ. 14.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui s’occupe de chant <i>ou</i> de poésie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[πέλομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοιδοπόλος Medium diacritics: ἀοιδοπόλος Low diacritics: αοιδοπόλος Capitals: ΑΟΙΔΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: aoidopólos Transliteration B: aoidopolos Transliteration C: aoidopolos Beta Code: a)oidopo/los

English (LSJ)

ὁ,

   A one busied with song, poet, like μουσοπόλος, AP7.594,595 (Jul.Aegypt.), cf. APl.4.75 (Antip.).    2 ode-devoted, of lyric poetry, Aus.Ep.14.

German (Pape)

[Seite 272] sich mit Gesang beschäftigend, Dichter, Anth., z. B. Ant. Th. 9 (Plan. 75); Iul. Aeg. 52. 63 (VII, 594. 595).

Greek (Liddell-Scott)

ἀοιδοπόλος: ὁ, ὁ περὶ τὰς ἀοιδὰς πολούμενος, ὅ ἐστι «ὁ περὶ τὰς ᾠδὰς ἀναστρεφόμενος» (Ἡσύχ.), ἀοιδός, ποιητής, ὡς τὸ μουσοπόλος, Ἀνθ. Π. 7. 594, 595. 2) ὁ εἰς τὰς ᾠδὰς ἀφιερωμένος, ἐπὶ τοῦ χοριάμβου, Αὐσον. Ἐπιστ. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui s’occupe de chant ou de poésie.
Étymologie: ἀοιδή, πέλομαι.