τοπάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6_19)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοπάρχης''': -ου, ὁ, [[κυβερνήτης]], [[διοικητής]] τόπου τινὸς ἢ διαμερίσματος, [[ἔπαρχος]], [[μάλιστα]] ἐν Αἰγύπτω, Ἑβδ. (Γέν. ΜΑ΄, 34), Συλλ. Ἐπιγρ. 4976, Παλαίφατ. 72. 7, πρβλ. [[τοπογραμματεύς]].
|lstext='''τοπάρχης''': -ου, ὁ, [[κυβερνήτης]], [[διοικητής]] τόπου τινὸς ἢ διαμερίσματος, [[ἔπαρχος]], [[μάλιστα]] ἐν Αἰγύπτω, Ἑβδ. (Γέν. ΜΑ΄, 34), Συλλ. Ἐπιγρ. 4976, Παλαίφατ. 72. 7, πρβλ. [[τοπογραμματεύς]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[τοπικός]] [[άρχων]], [[διοικητής]] ενός διαμερίσματος, μιας επαρχίας, μιας περιοχής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τοπικός]] [[πολιτικός]] [[παράγοντας]]<br /><b>2.</b> [[προύχοντας]], [[προεστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[ζώδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπάρχης Medium diacritics: τοπάρχης Low diacritics: τοπάρχης Capitals: ΤΟΠΑΡΧΗΣ
Transliteration A: topárchēs Transliteration B: toparchēs Transliteration C: toparchis Beta Code: topa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A governor of a district, esp. in Egypt, LXX Ge.41.34, PRev.Laws 37.3, 41.7, al. (iii B. C.), PTeb.48.6 (ii B. C.); elsewh., LXX Da.3. 94(27), D. S.6.1, J.AJ8.7.2, IGRom.3.901 (Cilicia, i B.C.), Procop.Pers. 2.12, Cat.Cod.Astr.5(3).89: cf. τοπογραμματεύς.

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, = τόπαρχος, Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

τοπάρχης: -ου, ὁ, κυβερνήτης, διοικητής τόπου τινὸς ἢ διαμερίσματος, ἔπαρχος, μάλιστα ἐν Αἰγύπτω, Ἑβδ. (Γέν. ΜΑ΄, 34), Συλλ. Ἐπιγρ. 4976, Παλαίφατ. 72. 7, πρβλ. τοπογραμματεύς.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
τοπικός άρχων, διοικητής ενός διαμερίσματος, μιας επαρχίας, μιας περιοχής
νεοελλ.
1. τοπικός πολιτικός παράγοντας
2. προύχοντας, προεστός
αρχ.
αστρολ. ζώδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -άρχης].