γραφεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γρᾰφεύς''': έως, ὁ, [[ζωγράφος]], Ἐμπεδ. 82, Εὐρ. Ἑκ. 807, Ἀνδοκ. 31. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. = [[γραμματεύς]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39. ΙΙΙ. [[συγγραφεύς]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6· [[γραφεύς]], καθ’ ὑπαγόρευσιν γράφων, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26· [[ἀντιγραφεύς]], Γραμμ.
|lstext='''γρᾰφεύς''': έως, ὁ, [[ζωγράφος]], Ἐμπεδ. 82, Εὐρ. Ἑκ. 807, Ἀνδοκ. 31. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. = [[γραμματεύς]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39. ΙΙΙ. [[συγγραφεύς]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6· [[γραφεύς]], καθ’ ὑπαγόρευσιν γράφων, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26· [[ἀντιγραφεύς]], Γραμμ.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>I.</b> ([[γράφω]], écrire);<br /><b>1</b> scribe, copiste;<br /><b>2</b> secrétaire;<br /><b>3</b> écrivain;<br /><b>II.</b> ([[γράφω]], peindre) peintre.<br />'''Étymologie:''' [[γράφω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾰφεύς Medium diacritics: γραφεύς Low diacritics: γραφεύς Capitals: ΓΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: grapheús Transliteration B: grapheus Transliteration C: grafeys Beta Code: grafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A painter, Emp.23.1, E.Hec.807 (s. v. l.), And.4.17, Pl.Phd.110b, etc.    II = γραμματεύς, X.HG4.1.39, Plu. Ages.13; private secretary, τοῦ Δημοκρίτου Epicur.Fr.172.    III writer, D.S.21.17; scribe, scrivener, X.Ages.1.26; copyist, Arist.Rh. 1409a20, Plb.12.4a.4, Str.13.1.54 (pl.); τὰ τῶν γραφέων πταίσματα Porph.Plot.19; cf. γραφής, γροφεύς.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, der Schreiber, Maler, ἄνδρες γραφέες ἀναθήματα ποικίλλουσι Empedocl. 82; Plat. Rep. II, 377 d; Plut. Thes. 4; bes. Geheimschreiber, Xen. Hell. 4, 1, 39; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾰφεύς: έως, ὁ, ζωγράφος, Ἐμπεδ. 82, Εὐρ. Ἑκ. 807, Ἀνδοκ. 31. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. = γραμματεύς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39. ΙΙΙ. συγγραφεύς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6· γραφεύς, καθ’ ὑπαγόρευσιν γράφων, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26· ἀντιγραφεύς, Γραμμ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
I. (γράφω, écrire);
1 scribe, copiste;
2 secrétaire;
3 écrivain;
II. (γράφω, peindre) peintre.
Étymologie: γράφω.