ἀσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσχήμων''': -ον, γεν. ονος, ([[σχῆμα]]) μὴ ἔχων [[σχῆμα]] ἢ μορφήν, κακῶς ἐσχηματισμένος, [[δυσειδής]], ἄσχημος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796. ΙΙ. [[ἀπρεπής]], [[ἄξιος]] αἰσχύνης, [[αἰσχρός]], Λατ. turpis, ἀντίθετον τῷ [[εὐσχήμων]], Εὐρ. Ἑλ. 299, Πλάτ. Φιλ. 46Α, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀσχήμων]] γενέσθαι, Ἡρόδ. 7.160· ἀσχημονέστερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 11. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 12, 1· ὑπερθ. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 959D.
|lstext='''ἀσχήμων''': -ον, γεν. ονος, ([[σχῆμα]]) μὴ ἔχων [[σχῆμα]] ἢ μορφήν, κακῶς ἐσχηματισμένος, [[δυσειδής]], ἄσχημος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796. ΙΙ. [[ἀπρεπής]], [[ἄξιος]] αἰσχύνης, [[αἰσχρός]], Λατ. turpis, ἀντίθετον τῷ [[εὐσχήμων]], Εὐρ. Ἑλ. 299, Πλάτ. Φιλ. 46Α, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀσχήμων]] γενέσθαι, Ἡρόδ. 7.160· ἀσχημονέστερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 11. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 12, 1· ὑπερθ. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 959D.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />inconvenant, indécent, honteux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σχῆμα]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχήμων Medium diacritics: ἀσχήμων Low diacritics: ασχήμων Capitals: ΑΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: aschḗmōn Transliteration B: aschēmōn Transliteration C: aschimon Beta Code: a)sxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (σχῆμα)

   A misshapen, ugly, Hp.Art.27, Procl.in Prm.p.624S.    II unseemly, shameful, E.Hel.299, Pl.Phlb.46a, Arist.Pol.1336b14, etc.    2 of persons, ἀ. γενέσθαι to be indecorous, Hdt.7.160; ἀσχημονέστερος Arist.EN1127b13.    III Adv. -νως J.BJ2.12.1, Phld. Sign.29: Sup. -έστατα very meanly, Pl.Lg.959d.

German (Pape)

[Seite 382] ον (σχῆμα) ungestaltet, häßlich, Herodian. 5, 6, 24; bes. übertr., unanständig, turpis, αγχόναι Eur. Hel. 306; öfter bei Plat., auch Sp. – Adv ἀσχημόνως; οὐκ ἀσχημονέστατα Legg. XII, 959 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχήμων: -ον, γεν. ονος, (σχῆμα) μὴ ἔχων σχῆμα ἢ μορφήν, κακῶς ἐσχηματισμένος, δυσειδής, ἄσχημος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796. ΙΙ. ἀπρεπής, ἄξιος αἰσχύνης, αἰσχρός, Λατ. turpis, ἀντίθετον τῷ εὐσχήμων, Εὐρ. Ἑλ. 299, Πλάτ. Φιλ. 46Α, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀσχήμων γενέσθαι, Ἡρόδ. 7.160· ἀσχημονέστερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 11. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 12, 1· ὑπερθ. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 959D.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
inconvenant, indécent, honteux.
Étymologie: ἀ, σχῆμα.