ἄνοιξις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνοιξις''': -εως, ἡ, ([[ἀνοίγνυμι]]) τὸ ἀνοίγειν, τὸ [[ἄνοιγμα]], πυλῶν Θουκ. 4. 67, 88, κτλ. - οὕτω παρὰ Βυζ., ἀνοίξια, «τὰ ἀνοίξια τῆς ἐκκλησίας» τὸ [[ἐπίσημον]] [[ἄνοιγμα]]· - νῦν [[ἄνοιξις]] = ἔαρ, ἴδε ἀνοικτικὸς ἐν τέλει. | |lstext='''ἄνοιξις''': -εως, ἡ, ([[ἀνοίγνυμι]]) τὸ ἀνοίγειν, τὸ [[ἄνοιγμα]], πυλῶν Θουκ. 4. 67, 88, κτλ. - οὕτω παρὰ Βυζ., ἀνοίξια, «τὰ ἀνοίξια τῆς ἐκκλησίας» τὸ [[ἐπίσημον]] [[ἄνοιγμα]]· - νῦν [[ἄνοιξις]] = ἔαρ, ἴδε ἀνοικτικὸς ἐν τέλει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />ouverture.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνοίγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A opening, πυλῶν Th.4.67,68; πόρων Thphr.Od. 13; χειλῶν Plu.2.738c, cf. PMag.Lond.46.274 (iv A.D.): pl., Porph. Antr.27; ἄ. τοῦ στόματος, Hebraism for παρρησία, LXX Ez.29.21, 2 Ep.Cor.6.11, Ep.Eph.6.19, etc.
German (Pape)
[Seite 240] ἡ, das Oeffnen, πυλῶν Thuc. 4, 67. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοιξις: -εως, ἡ, (ἀνοίγνυμι) τὸ ἀνοίγειν, τὸ ἄνοιγμα, πυλῶν Θουκ. 4. 67, 88, κτλ. - οὕτω παρὰ Βυζ., ἀνοίξια, «τὰ ἀνοίξια τῆς ἐκκλησίας» τὸ ἐπίσημον ἄνοιγμα· - νῦν ἄνοιξις = ἔαρ, ἴδε ἀνοικτικὸς ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ouverture.
Étymologie: ἀνοίγω.