δράξ: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δράξ''': -ᾰκός, ἡ, = [[δράγμα]], Βατραχομ. 240, Ἑβδ.· ὡς ἀρσ., Στοβ. Ἐκλ. 1. 968. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον τοῦ ξέστου, Γραμμ. ΙΙΙ. ἡ [[παλάμη]], Ἡσύχ. | |lstext='''δράξ''': -ᾰκός, ἡ, = [[δράγμα]], Βατραχομ. 240, Ἑβδ.· ὡς ἀρσ., Στοβ. Ἐκλ. 1. 968. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον τοῦ ξέστου, Γραμμ. ΙΙΙ. ἡ [[παλάμη]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=δρακός (ἡ) :<br />poignée, pleine main.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δράγμα]] ; DELG pas d’étym. claire. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ᾰκός, ἡ,
A handful, πηλοῦ Batr.237; ἀλφίτων Porph.Abst.2.17. II the hand, τίς ἐμέτρησε τὴν γῆν δρακί; LXX Is.40.12 (so δράξ· παλάμη, Hsch.); τὰς δράκας καρτερῶς σφίγξαι Herm. ap. Stob. 1.49.44; the claw of the constellation Leo, Ptol.Alm.7.5. III a measure, Dsc.5.87, Hero *Mens.61.9, Hsch. IV βακχικαὶ δ., = θύρσοι, Sch.Il.6.134.
German (Pape)
[Seite 665] ακός, ὁ, auch ἡ, = δράγμα, eine Handvoll; Batr. 940; vgl. Poll. 2, 144. 147. 9, 77; LXX, u. Sp. – Die (flache) Hand; Hesych., τοὺς δράκας σφίγξας, Stob. ecl. p. 968.
Greek (Liddell-Scott)
δράξ: -ᾰκός, ἡ, = δράγμα, Βατραχομ. 240, Ἑβδ.· ὡς ἀρσ., Στοβ. Ἐκλ. 1. 968. ΙΙ. ὡς μέτρον, τὸ τέταρτον τοῦ ξέστου, Γραμμ. ΙΙΙ. ἡ παλάμη, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
δρακός (ἡ) :
poignée, pleine main.
Étymologie: cf. δράγμα ; DELG pas d’étym. claire.