ξυνωνία: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_9) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῡνωνία''': ἡ, = [[κοινωνία]], Ἀρχίλ. 80. | |lstext='''ξῡνωνία''': ἡ, = [[κοινωνία]], Ἀρχίλ. 80. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυνωνία]], ιων. τ. ξυνωνίη, ἡ (Α) [[ξυνών]]<br />[[σύλλογος]], [[εταιρεία]], [[συντροφιά]] («[[ἀλώπηξ]] καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν», <b>Αρχίλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = κοινωνία, partnership, fellowship, ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν Archil.86.
German (Pape)
[Seite 282] ἡ, = κοινωνία, Gemeinschaft, Archil. 59.
Greek (Liddell-Scott)
ξῡνωνία: ἡ, = κοινωνία, Ἀρχίλ. 80.
Greek Monolingual
ξυνωνία, ιων. τ. ξυνωνίη, ἡ (Α) ξυνών
σύλλογος, εταιρεία, συντροφιά («ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν», Αρχίλ.).