παραδράω: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραδράω''': ὑπηρετῶν (τινι), οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ἐπικ. ἀντὶ -δρῶσι) Ὀδ. Ο. 324· πρβλ. [[ὑποδράω]], [[παραδιακονέω]]. | |lstext='''παραδράω''': ὑπηρετῶν (τινι), οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ἐπικ. ἀντὶ -δρῶσι) Ὀδ. Ο. 324· πρβλ. [[ὑποδράω]], [[παραδιακονέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>3ᵉ pl. sbj. épq.</i> [[παραδρώωσι]];<br />être serviteur, servir.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be at hand, serve, οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ep. for -δρῶσι) Od.15.324.
German (Pape)
[Seite 477] Jemandem dienen, τινί τι, οἷάτε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι (gedehnt aus παραδρῶσι) χέρηες, Od. 15, 324.
Greek (Liddell-Scott)
παραδράω: ὑπηρετῶν (τινι), οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ἐπικ. ἀντὶ -δρῶσι) Ὀδ. Ο. 324· πρβλ. ὑποδράω, παραδιακονέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
3ᵉ pl. sbj. épq. παραδρώωσι;
être serviteur, servir.
Étymologie: παρά, δράω.