ἀνεσταλμένως: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(6_6)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεσταλμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀναστέλλω]]· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου [[ὅπως]] ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι [[Ἡρακλ]]. λέξιν [[ἐπιστολάδην]]: [[ἐπιστολάδην]] δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 287, [[ὥστε]] σημαίνει ἀνεζωσμένως.
|lstext='''ἀνεσταλμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀναστέλλω]]· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου [[ὅπως]] ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι [[Ἡρακλ]]. λέξιν [[ἐπιστολάδην]]: [[ἐπιστολάδην]] δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 287, [[ὥστε]] σημαίνει ἀνεζωσμένως.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. de [[ἀναστέλλω]] [[con la ropa arremangada]] glos. de ἐπιστολάδην Sch.Hes.<i>Sc</i>.287G.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεσταλμένως Medium diacritics: ἀνεσταλμένως Low diacritics: ανεσταλμένως Capitals: ΑΝΕΣΤΑΛΜΕΝΩΣ
Transliteration A: anestalménōs Transliteration B: anestalmenōs Transliteration C: anestalmenos Beta Code: a)nestalme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀναστέλλω,

   A tucked up, gloss on ἐπιστολάδην, Sch.Hes.Sc.287.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεσταλμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀναστέλλω· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου ὅπως ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν ἐπιστολάδην: ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, ὥστε σημαίνει ἀνεζωσμένως.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἀναστέλλω con la ropa arremangada glos. de ἐπιστολάδην Sch.Hes.Sc.287G.