ἅβρα: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅβρα''': ἡ, εὐνοουμένη [[δούλη]]· Λατ. delicata, Μένανδ. ἐν «Ἀπίστῳ», 1, ἐν «Σικυωνίῳ», 3. ἐν «Ψευδηρακλεῖ», 3. Ο΄, (Γεν. Κδ΄ 61, Ἔξ. β΄ 5. ἀλλ.). Συνήθως σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[ἁβρός]]· (ἀλλὰ παλαιοί τινες γραμματικοὶ λέγουσι τὴν λέξ. ξένην καὶ γράφουσιν: ἄβρα· πρβ. Α. Β. 322).
|lstext='''ἅβρα''': ἡ, εὐνοουμένη [[δούλη]]· Λατ. delicata, Μένανδ. ἐν «Ἀπίστῳ», 1, ἐν «Σικυωνίῳ», 3. ἐν «Ψευδηρακλεῖ», 3. Ο΄, (Γεν. Κδ΄ 61, Ἔξ. β΄ 5. ἀλλ.). Συνήθως σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[ἁβρός]]· (ἀλλὰ παλαιοί τινες γραμματικοὶ λέγουσι τὴν λέξ. ξένην καὶ γράφουσιν: ἄβρα· πρβ. Α. Β. 322).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />jeune femme, jeune fille de confiance de la maîtresse de maison.<br />'''Étymologie:''' DELG sans étym. -- Babiniotis pê apparenté à [[ἥβη]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅβρα Medium diacritics: ἅβρα Low diacritics: άβρα Capitals: ΑΒΡΑ
Transliteration A: hábra Transliteration B: habra Transliteration C: avra Beta Code: a(/bra

English (LSJ)

ἡ,

   A favourite slave, Men.64.3, al., LXX Ge.24.61, Ex.2.5, al., Plu.Caes.10, Aristaen.1.22, Luc.Tox.14. (Prob. Semitic; written by some Gramm. ἄβρα, cf. AB322.)

German (Pape)

[Seite 4] ἡ, (substantivirtes fem. von ἁβρός), Zofe (delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρθένον διέφθειρας.

Greek (Liddell-Scott)

ἅβρα: ἡ, εὐνοουμένη δούλη· Λατ. delicata, Μένανδ. ἐν «Ἀπίστῳ», 1, ἐν «Σικυωνίῳ», 3. ἐν «Ψευδηρακλεῖ», 3. Ο΄, (Γεν. Κδ΄ 61, Ἔξ. β΄ 5. ἀλλ.). Συνήθως σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ ἁβρός· (ἀλλὰ παλαιοί τινες γραμματικοὶ λέγουσι τὴν λέξ. ξένην καὶ γράφουσιν: ἄβρα· πρβ. Α. Β. 322).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jeune femme, jeune fille de confiance de la maîtresse de maison.
Étymologie: DELG sans étym. -- Babiniotis pê apparenté à ἥβη.