θεμέλιος: Difference between revisions
σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεμέλιος''': -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, λίθοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1137· οἰκόπεδα Διόδ. 5. 66: - ἀπολ., [[θεμέλιος]] (ἐξυπ. [[λίθος]]) ὁ, τοῦ θεμελίου, [[ἀκρογωνιαῖος]] [[λίθος]], Ἀριστ. Φυσ. 6.6, 10, Μεταφ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· - οἱ θεμέλιοι ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται, τὰ θεμέλια, Θουκ. 1. 93· τοὺς θ. ἐκ λίθων οἰκοδομεῖσθαι Ἀριστ. Αἰτ. Φ. 3. 5, 9· - [[ὡσαύτως]] οὐδ. θεμέλιον ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 2. 12, 9· τὰ θεμέλια ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 9, 1, Παυσ. 8. 32, 1, Διόδ. 5. 66· - ἀλλὰ συνήθως τὸ γένος [[εἶναι]] ἀόριστον, μὴ ὑποκειμένων… θεμελίων Ξεν. Ἱππ. 1, 2· ἐκ τῶν θεμελίων, ἀπὸ τὰ θεμέλια, Λατ. funditus, Θουκ. 3. 68, πρβλ. Πολύβ. 5. 93, 2, κλ. | |lstext='''θεμέλιος''': -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, λίθοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1137· οἰκόπεδα Διόδ. 5. 66: - ἀπολ., [[θεμέλιος]] (ἐξυπ. [[λίθος]]) ὁ, τοῦ θεμελίου, [[ἀκρογωνιαῖος]] [[λίθος]], Ἀριστ. Φυσ. 6.6, 10, Μεταφ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· - οἱ θεμέλιοι ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται, τὰ θεμέλια, Θουκ. 1. 93· τοὺς θ. ἐκ λίθων οἰκοδομεῖσθαι Ἀριστ. Αἰτ. Φ. 3. 5, 9· - [[ὡσαύτως]] οὐδ. θεμέλιον ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 2. 12, 9· τὰ θεμέλια ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 9, 1, Παυσ. 8. 32, 1, Διόδ. 5. 66· - ἀλλὰ συνήθως τὸ γένος [[εἶναι]] ἀόριστον, μὴ ὑποκειμένων… θεμελίων Ξεν. Ἱππ. 1, 2· ἐκ τῶν θεμελίων, ἀπὸ τὰ θεμέλια, Λατ. funditus, Θουκ. 3. 68, πρβλ. Πολύβ. 5. 93, 2, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de fondement, de fondation (pierre, assise du sol, <i>etc.) ; au plur.</i> τὰ θεμέλια fondations, fondements ; [[ἐκ]] [[τῶν]] θεμελίων depuis les fondements (<i>lat.</i> funditus) <i>au propre et au fig.</i><br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser ; cf. [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of or for the foundation, λίθοι Ar.Av.1137; οἰκόπεδα D.S.5.66: abs., θεμέλιος (sc. λίθος), ὁ, foundation-stone, Arist.Ph.237b13, Metaph.1013a5: metaph., τῆς τέχνης θ. Macho ap.Ath.8.346a; θ. ἀγνοίας Ph.1.266; οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται the foundations, Th.1.93; τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι Arist.PA668a19: metaph., προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ. SIG888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. θεμέλιον Arist. APo.95b37(s.v.l.),PPetr.3p.121 (iii B.C.), al.: pl., τὰ θ.Arist.Ph.200a4, PCair.Zen.176.71 (iii B.C.),al., Paus.8.32.1: metaph., τὰ ὑποβληθέντα θ., of the foundations of the world, Epicur.Ep.2p.38U.: gender indeterminate, μὴ ὑποκειμένων . . θ. X.Eq.1.2; ἐκ τῶν θ. from the foundations, Th.3.68 (also sg., ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου BGU 909.17(iv A.D.)): metaph., ἐκθ. ἐσφαλμένοι Plb.5.93.2, etc.; ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι Hdn.8.3.2; also ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων (sic) Supp.Epigr.2.480(Kuban, iv A.D.). II θεμέλια, τά, buildingsites, Ptol.Tetr.174, cf. Vett.Val.82.24,al. III Subst., the fourth τόπος,= ἀντιμεσουράνημα, Herm.Trism. in Cat.Cod.Astr.8(3).101, cf. 8(4).241.
German (Pape)
[Seite 1193] ὁ, gew. im plur., welches aber bei den früheren att. Schriftstellern vorkommt; eigtl. adj., sc. λίθοι, wie auch Ar. Av. 1137 steht, die Grundsteine, der Grund; οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται Thuc. 1, 93; Xen. Hipparch. 1, 2; θεμελίους ἔσκαπτον Luc. Alex. 10; ἄρδην καὶ ἐκ θεμελίων ἀπόλλυσθαι Hdn. 8, 3, 5, wie Pol. τὸ δὴ λεγόμενον ἐκ θεμελίων ἐσφαλμένους, 5, 93, 2, von Grund aus; ἐκ θεμελίων αὐτὴν ἐναιρήσων D. Cass. 39, 20; auch im sing., τοῦτο δ' ἐστὶ τῆς τέχνης θεμέλιος ἡμῖν Macho bei Ath. VIII, 346 a; so oft S. Emp., βέβαιον εἶναι δεῖ τὸν θεμέλιον, ἵνα συνομολογηθῇ καὶ τὸ ἀκόλουθον adv. geom. 12, οἱ τὸν θεμέλιον τοῦ τείχους ὑπορύξαντες adv. phys. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
θεμέλιος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, λίθοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1137· οἰκόπεδα Διόδ. 5. 66: - ἀπολ., θεμέλιος (ἐξυπ. λίθος) ὁ, τοῦ θεμελίου, ἀκρογωνιαῖος λίθος, Ἀριστ. Φυσ. 6.6, 10, Μεταφ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· - οἱ θεμέλιοι ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται, τὰ θεμέλια, Θουκ. 1. 93· τοὺς θ. ἐκ λίθων οἰκοδομεῖσθαι Ἀριστ. Αἰτ. Φ. 3. 5, 9· - ὡσαύτως οὐδ. θεμέλιον ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 2. 12, 9· τὰ θεμέλια ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 9, 1, Παυσ. 8. 32, 1, Διόδ. 5. 66· - ἀλλὰ συνήθως τὸ γένος εἶναι ἀόριστον, μὴ ὑποκειμένων… θεμελίων Ξεν. Ἱππ. 1, 2· ἐκ τῶν θεμελίων, ἀπὸ τὰ θεμέλια, Λατ. funditus, Θουκ. 3. 68, πρβλ. Πολύβ. 5. 93, 2, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de fondement, de fondation (pierre, assise du sol, etc.) ; au plur. τὰ θεμέλια fondations, fondements ; ἐκ τῶν θεμελίων depuis les fondements (lat. funditus) au propre et au fig.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.