ἀκρογωνιαῖος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρογωνιαῖος Medium diacritics: ἀκρογωνιαῖος Low diacritics: ακρογωνιαίος Capitals: ΑΚΡΟΓΩΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: akrogōniaîos Transliteration B: akrogōniaios Transliteration C: akrogoniaios Beta Code: a)krogwniai=os

English (LSJ)

α, ον, at the extreme angle, ἀ. λίθος corner foundation-stone, LXX Is.28.16, Ep.Eph.2.20.

Spanish (DGE)

-α, -ον
arq. angular sólo c. λίθος piedra angular ἦν λίθος ἀ. μέγας ὃν ἐβουλόμην θεῖναι εἰς κεφαλὴν γωνίας ... τοῦ ναοῦ T.Sal.22.7, cf. 22.17
metáf. o fig., LXX Is.28.16, de Cristo Ep.Eph.2.20 (ap.crít.), cf. Cat.Ps.118 Pal.90-91a.10, Gr.Naz.M.35.1136A.

German (Pape)

[Seite 83] λίθος, Eckstein, N.T., auch ἀκρόγωνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au sommet d'un angle, angulaire.
Étymologie: ἄκρος, γωνία.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρογωνιαῖος: краеугольный (λίθος NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρογωνιαῖος: -α, -ον, (γωνία) ὁ ἐν τῇ ἐσχάτῃ γωνίᾳ, ἀκρ. λίθος, ὁ θεμέλιος λίθος τῆς γωνίας, Ἑβδ. (Ἡσ. κη´, 16), Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β´, 20.

English (Strong)

from ἄκρον and γωνία; belonging to the extreme corner: chief corner.

English (Thayer)

a word wholly Biblical and ecclesiastical (Winer's Grammar, 99 (94); 236 (221)) (ἄκρος extreme, and γωνία corner, angle), placed at the extreme corner; λίθος cornerstone; used of Christ, Sept. פִּנָּה אֶבֶן. For as the cornerstone holds together two walls, so Christ joins together as Christians, into one body dedicated to God, those who were formerly Jews and Gentiles, γωνία, a.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀκρογωνιαῖος, -α, -ον, Μ και ἀκρόγωνος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στη γωνία, στο σημείο όπου συναντώνται δύο πλευρές
2. φρ. «ακρογωνιαίος λίθος»
α) (για οικοδομήματα) ο βασικός, ο θεμέλιος λίθος εξωτερικής γωνίας κτηρίου
β) στήριγμα, βάση, συνδετικός κρίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + γωνιαῖος.

Greek Monotonic

ἀκρογωνιαῖος: -α, -ον (γωνία), αυτός που βρίσκεται στην άκρα γωνία, ἀκρ. λίθος, ο θεμέλιος λίθος της γωνίας, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

γωνία
at the extreme angle, ἀκρ. λίθος the corner foundation-stone, NTest.

Chinese

原文音譯:¢krogwnia‹oj 阿克羅哥你埃哦士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:極度-角
字義溯源:屬於最外角,房角,房角石;由(ἄκρον)*=極度)與(γωνία)*=房角,角落)組成。新約使用這字二字,都是隱喻基督是房角石。比較: (κεφαλή)=頭塊石頭( 太21:42)
出現次數:總共(2);弗(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 房角(1) 彼前2:6;
2) 房角石(1) 弗2:20