καχρύδια: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(6_21) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καχρύδια''': τά, ὑποκορ. τοῦ [[κάχρυς]], μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ. | |lstext='''καχρύδια''': τά, ὑποκορ. τοῦ [[κάχρυς]], μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καχρύδια]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] καβουρντισμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάχρυς]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βοτρ</i>-<i>ύδιον</i>, <i>καρ</i>-<i>ύδιον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
τά,
A husks of κάχρυς, Arist.Pr.923b11: sg., prob. in Thphr.CP5.6.3.
Greek (Liddell-Scott)
καχρύδια: τά, ὑποκορ. τοῦ κάχρυς, μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καχρύδια, τὰ (Α)
1. κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού
2. καθετί που είναι καβουρντισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. βοτρ-ύδιον, καρ-ύδιον)].