ἀποφεύγω: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]] καὶ ποιητ. -οῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 932: πρκμ. -πέφευγα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9, κτλ. Ἐκφεύγω ἀπὸ τινος, [[διαφεύγω]], μετ’ αἰτ., Βατραχομ. 42, 47, Θέογν. 1159, Ἡρόδ. 1. 1, 91, κλ.· τὴν μάχην ὁ αὐτ. 5. 102· κῆρα Σοφ. Φ. 1166, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολλ. 39 Α· νόσον Δημ. 840. 8· ἀπ. ἐκ τόπου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9· εἰς τόπον Θουκ. 1. 114· σπάνιον [[μετὰ]] γεν., ἀπ. τῆς φθορᾶς Ἐπιστ. Πέτρ. Β΄, α΄, 4: - ἀπολ., κατορθώνω νὰ διαφύγω, [[ἐκφεύγω]] [[σῶος]], Ἡρόδ. 9. 102 ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀπέφυγε τοὺς διώκοντας ὁ αὐτ. 6. 82, πρβλ. Ἀνδοκ. 16.17· φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 167. πρβλ. 1151· γραφὴν Ἀντιφῶν 115. 25· εὐθύνας Πλάτ. Νόμ. 946D· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας Δημ. 1014. 8. 2) ἀπολ., [[ἐπίσης]] ἀπαλλάττομαι, ἀθῳώνομαι, Λατ. fugere judicium, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἁλίσκομαι]], Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· κἄν… εἰσέλθῃ φεύγων, οὐκ ἀποφεύγει Ἀριστοφ. Σφ. 579. | |lstext='''ἀποφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]] καὶ ποιητ. -οῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 932: πρκμ. -πέφευγα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9, κτλ. Ἐκφεύγω ἀπὸ τινος, [[διαφεύγω]], μετ’ αἰτ., Βατραχομ. 42, 47, Θέογν. 1159, Ἡρόδ. 1. 1, 91, κλ.· τὴν μάχην ὁ αὐτ. 5. 102· κῆρα Σοφ. Φ. 1166, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολλ. 39 Α· νόσον Δημ. 840. 8· ἀπ. ἐκ τόπου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9· εἰς τόπον Θουκ. 1. 114· σπάνιον [[μετὰ]] γεν., ἀπ. τῆς φθορᾶς Ἐπιστ. Πέτρ. Β΄, α΄, 4: - ἀπολ., κατορθώνω νὰ διαφύγω, [[ἐκφεύγω]] [[σῶος]], Ἡρόδ. 9. 102 ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀπέφυγε τοὺς διώκοντας ὁ αὐτ. 6. 82, πρβλ. Ἀνδοκ. 16.17· φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 167. πρβλ. 1151· γραφὴν Ἀντιφῶν 115. 25· εὐθύνας Πλάτ. Νόμ. 946D· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας Δημ. 1014. 8. 2) ἀπολ., [[ἐπίσης]] ἀπαλλάττομαι, ἀθῳώνομαι, Λατ. fugere judicium, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἁλίσκομαι]], Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· κἄν… εἰσέλθῃ φεύγων, οὐκ ἀποφεύγει Ἀριστοφ. Σφ. 579. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποφεύξομαι;<br /><b>1</b> échapper à, se soustraire à, acc. ; <i>abs.</i> sortir sain et sauf;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> ἀπ. τοὺς διώκοντας HDT se tirer d’une poursuite judiciaire, <i>càd</i> être acquitté ; <i>abs.</i> être acquitté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[φεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -φεύξομαι Pl.Ap.39a; -οῦμαι Ar.Av.932: pf. -πέφευγα X.An.3.4.9, etc.:—flee from, escape, c.acc., Batr.42,47; σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει Thgn.1159; τὴν πεπρωμένην μοῖραν Hdt.1.91; τὴν μάχην Id.5.102; κῆρα S.Ph.1166 (lyr.), cf. Pl.Ap.30a; νόσον D.28.15; ἀ. ἐκ τῶν πλησίον κωμῶν X.An.3.4.9; ἐς Νίσαιαν Th.1.114: rarely c. gen., ἀ. τῆς φθορᾶς 2 Ep.Pet.1.4: c. inf., auoid, λέγειν Phlp. in Ph.617.14: abs., get safe away, escape, Hdt.1.1, 9.102, etc.; go free, of manumitted slaves, IG2.786, al. II as law-term, ἀ. πολλὸν τοὺς διώκοντας Hdt.6.82; τινά And.1.123; φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ar.Nu.167, cf. 1151; γραφάς Antipho 2.1.16; εὐθύνας Pl.Lg.946d: c. dupl. acc. pers. et rei, ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας ἅς μοι ἐνεκάλουν D.40.19. 2 abs., get clear off, be acquitted, opp. ἁλίσκομαι, Hdt.2.174, Pl.Ap.35c, D.18.103; κἂν . . εἰσέλθῃ φεύγων οὐκ ἀποφεύγει Ar.V.579. 3 of a woman in child-birth, bring to birth, ἀ. τὸ παιδίον ἐν τῷ τόκῳ Hp.Mul.1.25; also ἀ. τοῦ παιδίου ib.33: intr., ἢν τὰ ὕστερα μὴ δύνηται ἀποφυγεῖν Id.Nat.Mul. 56.
German (Pape)
[Seite 334] (s. φεύγω), 1) entfliehen, ὕβριν Pind. P. 11, 56; τοὺς ἐπιδιώξαντας Her. 6, 104; κῆρα Soph. Phil. 1151; νόσον Plat. Tim. 44 c, u. so öfter, auch absol., wie Folgde (vgl. ἀποδιδράσκω). – 2) vor Gericht freigesprochen werden, loskommen, Ggstz ἁλίσκομαι Her. 2, 174; Plat. Apol. 35 c; oft bei Rednern, z. B. Andoc. 4, 8; τὴν δίκην, τὰς εὐθύνας, Plat. Apol. 38 d Legg. XII, 946 d; mit doppeltem accus., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας, ἅς μοι ἐνεκάλουν Dem. 40, 19. – 3) τοῦ ἐμβρύου, παιδίου, das Kind in der Geburt loswerden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι καὶ ποιητ. -οῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 932: πρκμ. -πέφευγα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9, κτλ. Ἐκφεύγω ἀπὸ τινος, διαφεύγω, μετ’ αἰτ., Βατραχομ. 42, 47, Θέογν. 1159, Ἡρόδ. 1. 1, 91, κλ.· τὴν μάχην ὁ αὐτ. 5. 102· κῆρα Σοφ. Φ. 1166, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολλ. 39 Α· νόσον Δημ. 840. 8· ἀπ. ἐκ τόπου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9· εἰς τόπον Θουκ. 1. 114· σπάνιον μετὰ γεν., ἀπ. τῆς φθορᾶς Ἐπιστ. Πέτρ. Β΄, α΄, 4: - ἀπολ., κατορθώνω νὰ διαφύγω, ἐκφεύγω σῶος, Ἡρόδ. 9. 102 ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀπέφυγε τοὺς διώκοντας ὁ αὐτ. 6. 82, πρβλ. Ἀνδοκ. 16.17· φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 167. πρβλ. 1151· γραφὴν Ἀντιφῶν 115. 25· εὐθύνας Πλάτ. Νόμ. 946D· μετὰ διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας Δημ. 1014. 8. 2) ἀπολ., ἐπίσης ἀπαλλάττομαι, ἀθῳώνομαι, Λατ. fugere judicium, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἁλίσκομαι, Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· κἄν… εἰσέλθῃ φεύγων, οὐκ ἀποφεύγει Ἀριστοφ. Σφ. 579.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποφεύξομαι;
1 échapper à, se soustraire à, acc. ; abs. sortir sain et sauf;
2 t. de droit ἀπ. τοὺς διώκοντας HDT se tirer d’une poursuite judiciaire, càd être acquitté ; abs. être acquitté.
Étymologie: ἀπό, φεύγω.