πολυκτημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(6_11) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυκτημοσύνη''': ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, [[μεγάλη]] [[περιουσία]] κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, [[Πολυδ]]. Γ΄, 110, κτλ. | |lstext='''πολυκτημοσύνη''': ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, [[μεγάλη]] [[περιουσία]] κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, [[Πολυδ]]. Γ΄, 110, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[πολυκτήμων]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[πολλά]] κτήματα, να [[είναι]] πολύ [[πλούσιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A great wealth, Poll.3.110, Cat.Cod.Astr.2.163,204.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, großes Vermögen, Poll. 3, 110.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκτημοσύνη: ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, μεγάλη περιουσία κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, Πολυδ. Γ΄, 110, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολυκτήμων
το να έχει κάποιος πολλά κτήματα, να είναι πολύ πλούσιος.