ὕφασμα: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕφασμα''': [ῠ], τό, ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ὑφανθέν, κτλ., ὑφάσματά τε χρυσόν τε Ὀδ. Γ. 274· κεῖσαι δ’ [[ἀράχνης]] ἐν ὑφάσματι τῷδε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492· λινοφθόροι ὑφασμάτων λακίδες ὁ αὐτ. ἐν Χο. 17. 231, 1015, Εὐρ. Πλάτ., κλπ. | |lstext='''ὕφασμα''': [ῠ], τό, ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ὑφανθέν, κτλ., ὑφάσματά τε χρυσόν τε Ὀδ. Γ. 274· κεῖσαι δ’ [[ἀράχνης]] ἐν ὑφάσματι τῷδε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492· λινοφθόροι ὑφασμάτων λακίδες ὁ αὐτ. ἐν Χο. 17. 231, 1015, Εὐρ. Πλάτ., κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />tissu (de main d’homme) ; toile (d’araignée).<br />'''Étymologie:''' [[ὑφαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A woven robe, web, Od.3.274, A.Ag.1492 (lyr.), Ch.27 (lyr.), 231,1015, E.Hel.1243, Ion 1417, Pl.Plt.310e, Archestr. Fr.15.6, POxy.1428.10 (iv A. D.), etc.; ἀραχνίων ὑ. Aret.CA2.6 (pl.), cf. ὕφαμμα.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφασμα: [ῠ], τό, ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ὑφανθέν, κτλ., ὑφάσματά τε χρυσόν τε Ὀδ. Γ. 274· κεῖσαι δ’ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492· λινοφθόροι ὑφασμάτων λακίδες ὁ αὐτ. ἐν Χο. 17. 231, 1015, Εὐρ. Πλάτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
tissu (de main d’homme) ; toile (d’araignée).
Étymologie: ὑφαίνω.