ἐνάπτω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνάπτω''': μέλλ. -ψω, δένω ἐπί τινος ἢ εἴς τι, σπάργανά τινι Εὐρ. Ἴων 1491˙ τι εἴς τι Ξεν. Κυνηγ. 6, 8. ‒ Παθ., θώρακος κύτει ἐνημμένῳ κάλλιστα, προσηρμοσμένῳ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1225. 2) ἐν τῷ παθ. ἐπὶ προσώπων, φορῶ, περιβάλλομαί τι, μετ’ αἰτ., λεοντέας ἐναμμένοι (Ἰων. ἀντὶ ἐνημμ-) Ἡρόδ. 7. 69˙ διφθέραν [[ἐνημμένος]] Ἀριστοφ. Νεφ. 72˙ παρδαλᾶς ἐνημμένοι ὁ αὐτ. Ὄρν. 1250, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπω, ὁ [[χορός]]‥. ἐναψάμενος δάπιδας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 249. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], πυρπολῶ, ὁ αὐτ. Εἰρ. 1032, ἐν τῷ πάθ. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτὸν φῶς, Λυσ. 93. 2. ΙΙΙ. Μέσ., [[ἐγγίζω]], ὡς τὸ ἅπτομαι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει [[καλῶς]].
|lstext='''ἐνάπτω''': μέλλ. -ψω, δένω ἐπί τινος ἢ εἴς τι, σπάργανά τινι Εὐρ. Ἴων 1491˙ τι εἴς τι Ξεν. Κυνηγ. 6, 8. ‒ Παθ., θώρακος κύτει ἐνημμένῳ κάλλιστα, προσηρμοσμένῳ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1225. 2) ἐν τῷ παθ. ἐπὶ προσώπων, φορῶ, περιβάλλομαί τι, μετ’ αἰτ., λεοντέας ἐναμμένοι (Ἰων. ἀντὶ ἐνημμ-) Ἡρόδ. 7. 69˙ διφθέραν [[ἐνημμένος]] Ἀριστοφ. Νεφ. 72˙ παρδαλᾶς ἐνημμένοι ὁ αὐτ. Ὄρν. 1250, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπω, ὁ [[χορός]]‥. ἐναψάμενος δάπιδας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 249. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], πυρπολῶ, ὁ αὐτ. Εἰρ. 1032, ἐν τῷ πάθ. ― Μέσ., [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτὸν φῶς, Λυσ. 93. 2. ΙΙΙ. Μέσ., [[ἐγγίζω]], ὡς τὸ ἅπτομαι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει [[καλῶς]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>part. pf. Pass.</i> [[ἐνημμένος]];<br />attacher à <i>ou</i> dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνάπτομαι (<i>surtout au pf.</i>) ajuster sur soi, se revêtir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἅπτω]]¹.<br /><span class="bld">2</span>allumer, enflammer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνάπτομαι allumer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἅπτω]]².
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάπτω Medium diacritics: ἐνάπτω Low diacritics: ενάπτω Capitals: ΕΝΑΠΤΩ
Transliteration A: enáptō Transliteration B: enaptō Transliteration C: enapto Beta Code: e)na/ptw

English (LSJ)

   A bind on or to, σπάργανά τινι E.Ion 1490(anap.); τι εἴς τι X. Cyn.6.8, cf.Aeschin.Socr.41 (Pass.):—Pass., θώρηκος κύτει ἐνημμένῳ κάλλιστα fitted on, fitting beautifully, Ar.Pax1225.    2 Pass., of persons, to be fitted with, clad in, c. acc., λεοντέας ἐναμμένοι (Ion. for ἐνημμ-) Hdt.7.69; διφθέραν ἐνημμένος Ar.Nu.72; παρδαλᾶς ἐνημμένους Id.Av.1250, cf. Str.15.1.71 (v. l.), Luc.Herc.1:—also in Med., ὁ Χορὸς . . ἐναψάμενος δάπιδας Ar.Fr.253, cf. Luc.Tim.6.    II kindle, set on fire, Ar.Pax1032 (Pass.):—Med., get oneself a light, Lys.1.14.    III lay hands on, GDI1760.11,al. (Delph.).

German (Pape)

[Seite 829] 1) daran anknüpfen, einbinden; λίθον εἰς τὸν περίδρομον Xen. Cyn. 6, 8; ῥύματα ταῖς σχεδίαις Pol. 3, 46, 5; a. Sp.; θώρακος κύτει ἐνημμένῳ, der fest angefügt ist, anschließt, Ar. Par 1225. – Med., sich einhüllen, anziehen; Αἰθίοπες παρδαλέας ἐναμμένοι Her. 7, 69; διφθέραν ἐνημμένος Ar. Eccl. 80; Sp., wie ἐνῆπται Luc. Herc. 1 Tim. 6. – Auch = anrühren, berühren; αἰτίας ἐνημμένοι εἰσί Arist. Metaphys. 1, 7, richtiger ἡμμένοι. – 2) anzünden, Ar. Par 1031.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάπτω: μέλλ. -ψω, δένω ἐπί τινος ἢ εἴς τι, σπάργανά τινι Εὐρ. Ἴων 1491˙ τι εἴς τι Ξεν. Κυνηγ. 6, 8. ‒ Παθ., θώρακος κύτει ἐνημμένῳ κάλλιστα, προσηρμοσμένῳ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1225. 2) ἐν τῷ παθ. ἐπὶ προσώπων, φορῶ, περιβάλλομαί τι, μετ’ αἰτ., λεοντέας ἐναμμένοι (Ἰων. ἀντὶ ἐνημμ-) Ἡρόδ. 7. 69˙ διφθέραν ἐνημμένος Ἀριστοφ. Νεφ. 72˙ παρδαλᾶς ἐνημμένοι ὁ αὐτ. Ὄρν. 1250, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπω, ὁ χορός‥. ἐναψάμενος δάπιδας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 249. ΙΙ. ἀνάπτω, πυρπολῶ, ὁ αὐτ. Εἰρ. 1032, ἐν τῷ πάθ. ― Μέσ., λαμβάνω δι’ ἐμαυτὸν φῶς, Λυσ. 93. 2. ΙΙΙ. Μέσ., ἐγγίζω, ὡς τὸ ἅπτομαι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς.

French (Bailly abrégé)

1part. pf. Pass. ἐνημμένος;
attacher à ou dans;
Moy. ἐνάπτομαι (surtout au pf.) ajuster sur soi, se revêtir de, acc..
Étymologie: ἐν, ἅπτω¹.
2allumer, enflammer;
Moy. ἐνάπτομαι allumer pour soi.
Étymologie: ἐν, ἅπτω².