ὑπερπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6_2)
(43)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερπλέω''': [[πλέω]] [[ὑπεράνω]] ἢ [[πέραν]], Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ῥοδ. κ. Δοσ. 253 (394)· τροπικῶς, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 366C, κλπ.
|lstext='''ὑπερπλέω''': [[πλέω]] [[ὑπεράνω]] ἢ [[πέραν]], Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ῥοδ. κ. Δοσ. 253 (394)· τροπικῶς, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 366C, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑπερπλέω]] ΝΜΑ [[πλέω]]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[πλέω]], [[περνώ]] [[πάνω]] ή [[πέρα]] από [[κάτι]] (α. «κιβωτὸν τῶν αἱρετικῶν ὑπερπλέουσαν» <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «ὑπερπλέουσα τὸν χειμώνα», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> (σχετικά με ιστιοφόρο [[πλοίο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ναυμαχίας) [[φέρνω]] ιστιοφόρο [[πλοίο]] προσήνεμα, κν. [[παίρνω]] σοβράνο.
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1201] (s. πλέω), darüberhinausschiffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπλέω: πλέω ὑπεράνωπέραν, Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ῥοδ. κ. Δοσ. 253 (394)· τροπικῶς, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 366C, κλπ.

Greek Monolingual

ὑπερπλέω ΝΜΑ πλέω
(κυριολ. και μτφ.) πλέω, περνώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «κιβωτὸν τῶν αἱρετικῶν ὑπερπλέουσαν» Γρηγ. Ναζ.
β. «ὑπερπλέουσα τὸν χειμώνα», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
ναυτ. (σχετικά με ιστιοφόρο πλοίο κατά τη διάρκεια ναυμαχίας) φέρνω ιστιοφόρο πλοίο προσήνεμα, κν. παίρνω σοβράνο.