περιτείνω: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιτείνω''': [[τανύω]] καὶ ἁπλώνω τι ὁλόγυρα [[ἐπάνω]] εἴς τι, περιτείνουσι τούτοισι (δηλ. τοῖς νομεῦσι) διφθέρας, τανύουσι περὶ αὐτούς, [[ἔξωθεν]] δέρματα (νομεῖς δὲ [[εἶναι]] αἱ πλευραὶ πλοίου), Ἡρόδ. 1. 194· ὠμοβοέην περιτείνει 4. 65· περὶ [[ταῦτα]] (δηλ. τὰ ξύλα) πίλους... π. [[αὐτόθι]] 73. ― Παθ., δέρμα περιτεταμένον, ἰσχυρῶς ἐκτεταμένον, «τεντωμένον», Ἱππ. Προγν. 36, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 9, κ. ἀλλ.,· νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, ἐκταθείσης εἰς τὸν ἀέρα.., Πλάτ. Τίμ. 66Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6 καὶ 18· [[ὡσαύτως]], ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη, ἔχουσα [[περικάλυμμα]] ἐκ δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 456· ἡ [[κοιλία]] περιτείνεται, τεντώνεται, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27.
|lstext='''περιτείνω''': [[τανύω]] καὶ ἁπλώνω τι ὁλόγυρα [[ἐπάνω]] εἴς τι, περιτείνουσι τούτοισι (δηλ. τοῖς νομεῦσι) διφθέρας, τανύουσι περὶ αὐτούς, [[ἔξωθεν]] δέρματα (νομεῖς δὲ [[εἶναι]] αἱ πλευραὶ πλοίου), Ἡρόδ. 1. 194· ὠμοβοέην περιτείνει 4. 65· περὶ [[ταῦτα]] (δηλ. τὰ ξύλα) πίλους... π. [[αὐτόθι]] 73. ― Παθ., δέρμα περιτεταμένον, ἰσχυρῶς ἐκτεταμένον, «τεντωμένον», Ἱππ. Προγν. 36, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 9, κ. ἀλλ.,· νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, ἐκταθείσης εἰς τὸν ἀέρα.., Πλάτ. Τίμ. 66Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6 καὶ 18· [[ὡσαύτως]], ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη, ἔχουσα [[περικάλυμμα]] ἐκ δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 456· ἡ [[κοιλία]] περιτείνεται, τεντώνεται, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27.
}}
{{bailly
|btext=<i>Pass. ao.</i> περιετάθην, <i>pf.</i> περιτέταμαι;<br />tendre tout autour, acc. ; [[τι]] [[περί]] [[τι]] <i>ou</i> [[τί]] τινι tendre une chose autour d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τείνω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτείνω Medium diacritics: περιτείνω Low diacritics: περιτείνω Capitals: ΠΕΡΙΤΕΙΝΩ
Transliteration A: periteínō Transliteration B: periteinō Transliteration C: periteino Beta Code: peritei/nw

English (LSJ)

   A stretch all round or over, π. τούτοισι (sc. τοῖσι νομεῦσἰ διφθέρας Hdt.1.194 ; ὠμοβοέην π. Id.4.65 ; περὶ ταῦτα (sc. τὰ ξύλἀ πίλους . . π. ib.73; ἐπὶ τράπεζαν ὕδατος κύαθον Arist.Mete.355b28 :— Pass., δέρμα περιτεταμένον tight-stretched, Hp.Prog.2, cf. Arist.HA 548b32, al.; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης being spread round... Pl. Ti.66b, cf. Arist.Mete.354b24; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη covered with a skin, Id.Fr.498; περιτετάσθαι τῷ κελύφει fit the pod tight, Thphr. CP4.12.11; ἡ κοιλία περιτείνεται is distended, Arist.HA591b2; οἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσίν become aduncate, Hp.Loc.Hom.14.

German (Pape)

[Seite 596] (s. τείνω), umspannen, darum, darüber spannen, τὶ περί τι, Her. 4, 73; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, Plat. Tim. 66 b; ὑμένα περιτείνουσι τῷ κόσμῳ, Plut. plac. phil. 2, 7; – nach allen Seiten oder sehr ausspannen und eine Geschwulst verursachen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

περιτείνω: τανύω καὶ ἁπλώνω τι ὁλόγυρα ἐπάνω εἴς τι, περιτείνουσι τούτοισι (δηλ. τοῖς νομεῦσι) διφθέρας, τανύουσι περὶ αὐτούς, ἔξωθεν δέρματα (νομεῖς δὲ εἶναι αἱ πλευραὶ πλοίου), Ἡρόδ. 1. 194· ὠμοβοέην περιτείνει 4. 65· περὶ ταῦτα (δηλ. τὰ ξύλα) πίλους... π. αὐτόθι 73. ― Παθ., δέρμα περιτεταμένον, ἰσχυρῶς ἐκτεταμένον, «τεντωμένον», Ἱππ. Προγν. 36, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 9, κ. ἀλλ.,· νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, ἐκταθείσης εἰς τὸν ἀέρα.., Πλάτ. Τίμ. 66Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6 καὶ 18· ὡσαύτως, ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη, ἔχουσα περικάλυμμα ἐκ δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 456· ἡ κοιλία περιτείνεται, τεντώνεται, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27.

French (Bailly abrégé)

Pass. ao. περιετάθην, pf. περιτέταμαι;
tendre tout autour, acc. ; τι περί τι ou τί τινι tendre une chose autour d’une autre.
Étymologie: περί, τείνω.