κατεπᾴδω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεπᾴδω''': [[ὑποτάσσω]] τινὰ δι’ ᾠδῆς ἢ μαγείας, νέους λαμβάνοντες [[ὥσπερ]] λέοντας καὶ κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Πλάτ. Γοργ. 483Ε· γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Α, κτλ.· πονηρῶν πνευμάτων κατεπᾴδοντα Γρηγ. Ναζ. σ. 231· κατέπᾳδε [[σεαυτοῦ]] καὶ [[ῥᾴων]] ἔσει Α. 889· ᾄδω [[ὅπως]] θέλξω, ἢ μαγεύσω, ἢ [[καταπραΰνω]], Ἀχιλλ. Τάτ. 2.7, Εὐμάθ. σ. 205· σοὶ μὲν ὑμέναιον βασιλικῶς κατεπᾴσονται, καὶ τὸ παθ., [[ῥῆμα]] κατεπᾳδόμενον τῇ καρδίᾳ Βασίλ. σ. 249. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. decantare, ἀείποτε [[ἐπαναλαμβάνω]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· κατεπᾴδουσα, πρὸς αὐτὸν αἱμύλως διομιλοῦσα, Ἡλιόδ. 7. 10· ὁ [[Πολυδ]]. ἔχει συνώνυμ. «κατεπᾴδειν· κατακηλεῖν, καταθέλγειν» Δ΄, 49.
|lstext='''κατεπᾴδω''': [[ὑποτάσσω]] τινὰ δι’ ᾠδῆς ἢ μαγείας, νέους λαμβάνοντες [[ὥσπερ]] λέοντας καὶ κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Πλάτ. Γοργ. 483Ε· γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Α, κτλ.· πονηρῶν πνευμάτων κατεπᾴδοντα Γρηγ. Ναζ. σ. 231· κατέπᾳδε [[σεαυτοῦ]] καὶ [[ῥᾴων]] ἔσει Α. 889· ᾄδω [[ὅπως]] θέλξω, ἢ μαγεύσω, ἢ [[καταπραΰνω]], Ἀχιλλ. Τάτ. 2.7, Εὐμάθ. σ. 205· σοὶ μὲν ὑμέναιον βασιλικῶς κατεπᾴσονται, καὶ τὸ παθ., [[ῥῆμα]] κατεπᾳδόμενον τῇ καρδίᾳ Βασίλ. σ. 249. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. decantare, ἀείποτε [[ἐπαναλαμβάνω]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· κατεπᾴδουσα, πρὸς αὐτὸν αἱμύλως διομιλοῦσα, Ἡλιόδ. 7. 10· ὁ [[Πολυδ]]. ἔχει συνώνυμ. «κατεπᾴδειν· κατακηλεῖν, καταθέλγειν» Δ΄, 49.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> chanter aux oreilles de, gén. ; <i>abs.</i> assourdir;<br /><b>II.</b> prononcer des paroles magiques sur <i>ou</i> contre :<br /><b>1</b> ensorceler par des chants <i>ou</i> des charmes magiques;<br /><b>2</b> prononcer pour un sortilège.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπᾴδω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπᾴδω Medium diacritics: κατεπᾴδω Low diacritics: κατεπάδω Capitals: ΚΑΤΕΠΑΔΩ
Transliteration A: katepā́idō Transliteration B: katepadō Transliteration C: katepado Beta Code: katepa/|dw

English (LSJ)

   A subdue by song or enchantment, τινα Pl.Grg.483e, Men.80a, Plu.Dio14, Lib.Or.64.91; τὰς τῶν νέων ψυχάς Max.Tyr.23.3; overcome by a spell, Phld.Lib.p.290.; soothe, τινος Ach.Tat.7.10.    2 sing by way of enchantment, Id.2.7.    II to be always repeating, Ph.2.304, Anon. ap. Suid., Hld.7.10, Ach.Tat.2.19.

German (Pape)

[Seite 1395] (s. ᾄδω), Einem vorsingen, bes. durch Gesang überwältigen, bezaubern; γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις Plat. Men. 80 a; κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Gorg. 483 e; π νευμάτων πονηρῶν D. Sic. 5, 31; beschwichtigen, Hel. 9, 2. – Auch τινός, Einem beständig Etwas vorsagen, Suid.; absolut, Hel. 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπᾴδω: ὑποτάσσω τινὰ δι’ ᾠδῆς ἢ μαγείας, νέους λαμβάνοντες ὥσπερ λέοντας καὶ κατεπᾴδοντες καὶ γοητεύοντες καταδουλούμεθα Πλάτ. Γοργ. 483Ε· γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Α, κτλ.· πονηρῶν πνευμάτων κατεπᾴδοντα Γρηγ. Ναζ. σ. 231· κατέπᾳδε σεαυτοῦ καὶ ῥᾴων ἔσει Α. 889· ᾄδω ὅπως θέλξω, ἢ μαγεύσω, ἢ καταπραΰνω, Ἀχιλλ. Τάτ. 2.7, Εὐμάθ. σ. 205· σοὶ μὲν ὑμέναιον βασιλικῶς κατεπᾴσονται, καὶ τὸ παθ., ῥῆμα κατεπᾳδόμενον τῇ καρδίᾳ Βασίλ. σ. 249. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. decantare, ἀείποτε ἐπαναλαμβάνω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· κατεπᾴδουσα, πρὸς αὐτὸν αἱμύλως διομιλοῦσα, Ἡλιόδ. 7. 10· ὁ Πολυδ. ἔχει συνώνυμ. «κατεπᾴδειν· κατακηλεῖν, καταθέλγειν» Δ΄, 49.

French (Bailly abrégé)

I. chanter aux oreilles de, gén. ; abs. assourdir;
II. prononcer des paroles magiques sur ou contre :
1 ensorceler par des chants ou des charmes magiques;
2 prononcer pour un sortilège.
Étymologie: κατά, ἐπᾴδω.