εὐχάλινος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_4) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐχάλῑνος''': ᾰ, ον, ἔχων ὡραῖον χαλινόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 169. | |lstext='''εὐχάλῑνος''': ᾰ, ον, ἔχων ὡραῖον χαλινόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 169. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐχάλινος]], -ον (Α)<br />(για ίππους)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] χαλινό<br /><b>2.</b> αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, [[ευχαλίνωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαλινός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A well-bridled, S.E.M.1.169.
German (Pape)
[Seite 1108] mit schönem Zaume, Sext. Emp. adv. gramm. 169.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχάλῑνος: ᾰ, ον, ἔχων ὡραῖον χαλινόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 169.
Greek Monolingual
εὐχάλινος, -ον (Α)
(για ίππους)
1. αυτός που έχει ωραίο χαλινό
2. αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, ευχαλίνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλινός.