δίκροος: Difference between revisions
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίκροος''': -α, -ον, ἢ δικρόος, συνῃρ. δίκρους, ουν, ἀμφίβολον τὸ δίκρος, α, ον·― ὡς τὸ δίκραιος, [[δίκραιρος]], [[δισχιδής]], δύο ὀδόντας ἢ χηλὰς ἔχων, Ξεν. Κυν. 10, 7· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 20, κτλ.· ἐπὶ τῆς γλώσσης τοῦ ὄφεως, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 6 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς μήτρας, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 20· δίκροις ἐώθουν τὴν θεὸν ― κεκράγμασιν (κωμικῶς ἀντὶ ξύλοις) Ἀριστοφ. Εἰρ. 637· ― δίκρουν, τό, τὸ δίκρανον, Ἱππ. Κωακ. 156Α, Πλάτ. Τιμ. 48Β· ἀσυναιρ. δικρόα, ἡ, Ξεν. Κυν. 2, 7., 9, 19. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει Β. 70. | |lstext='''δίκροος''': -α, -ον, ἢ δικρόος, συνῃρ. δίκρους, ουν, ἀμφίβολον τὸ δίκρος, α, ον·― ὡς τὸ δίκραιος, [[δίκραιρος]], [[δισχιδής]], δύο ὀδόντας ἢ χηλὰς ἔχων, Ξεν. Κυν. 10, 7· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 20, κτλ.· ἐπὶ τῆς γλώσσης τοῦ ὄφεως, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 6 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς μήτρας, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 20· δίκροις ἐώθουν τὴν θεὸν ― κεκράγμασιν (κωμικῶς ἀντὶ ξύλοις) Ἀριστοφ. Εἰρ. 637· ― δίκρουν, τό, τὸ δίκρανον, Ἱππ. Κωακ. 156Α, Πλάτ. Τιμ. 48Β· ἀσυναιρ. δικρόα, ἡ, Ξεν. Κυν. 2, 7., 9, 19. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει Β. 70. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ους, οος-ους (<i>ou subst.</i> -όα), οον-ουν;<br /><b>1</b> à deux pointes ; fourchu;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ [[δικρόα]] forme fourchue d’un organe ; τὰ [[δικρᾶ]] fourche pour soutenir les filets.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κρούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, contr. δίκρους, α, ουν; or δικρόος, contr. δικροῦς, ᾶ, οῦν; also written δίκρος, α, ον:—
A forked, cloven, γλώσσημα A.Fr. 152, cf. X.Cyn.10.7; ξύλον Timocl.9.6; χηλή Arist.HA590b25, etc.; of a serpent's tongue, Id.PA660b6, al.; of the womb, in selachians, Id.HA511a6; of muscles and tendons, Gal.2.369; δίκρα ῥίζα Thphr. HP9.11.3; δικροῖς ἐώθουν τὴν θεὸν—κεκράγμασιν (παρὰ προσδοκίαν for ξύλοις) Ar.Pax637; δίκρουν or δικροῦν, τό, bifurcation, Hp.Coac. 225, cf. Pl.Ti.78b; also δικρόα, ἡ, X.Cyn.9.19, Thphr.HP2.6.9.
German (Pape)
[Seite 630] od. δικρόος, zsgzgn δίκρους u. δικροῦς, = δίκρανος, Phryn. p. 233; nach Lobeck von κρόω (κρούω); zweispitzig, doppelt, z. B. δικροῖς ἐώ θουν τὴν θεόν (vgl. δίκρανος) Ar. Pax 637; Arist. H. A. 4, 2 part. anim. 2, 17, u. öfter die erste Form; δίκροον ξύλον, Gabel, Timocl. com. Ath. VI, 243 c; ἡ δικρόα, Spalt, Einschnitt, Arist. H. A. 3, 1. Auch δικρός, Xen. Cyn. 10, 7; od. δίκρος, z. B. δίκρα ὄψις Aesch. frg. 42. Vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Paralip. I p. 42.
Greek (Liddell-Scott)
δίκροος: -α, -ον, ἢ δικρόος, συνῃρ. δίκρους, ουν, ἀμφίβολον τὸ δίκρος, α, ον·― ὡς τὸ δίκραιος, δίκραιρος, δισχιδής, δύο ὀδόντας ἢ χηλὰς ἔχων, Ξεν. Κυν. 10, 7· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 20, κτλ.· ἐπὶ τῆς γλώσσης τοῦ ὄφεως, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 6 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς μήτρας, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 20· δίκροις ἐώθουν τὴν θεὸν ― κεκράγμασιν (κωμικῶς ἀντὶ ξύλοις) Ἀριστοφ. Εἰρ. 637· ― δίκρουν, τό, τὸ δίκρανον, Ἱππ. Κωακ. 156Α, Πλάτ. Τιμ. 48Β· ἀσυναιρ. δικρόα, ἡ, Ξεν. Κυν. 2, 7., 9, 19. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει Β. 70.
French (Bailly abrégé)
-ους, οος-ους (ou subst. -όα), οον-ουν;
1 à deux pointes ; fourchu;
2 subst. ἡ δικρόα forme fourchue d’un organe ; τὰ δικρᾶ fourche pour soutenir les filets.
Étymologie: δίς, κρούω.