συναναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναναστρέφω''': ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ὁμοῦ]], ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).
|lstext='''συναναστρέφω''': ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ὁμοῦ]], ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> revenir ensemble en arrière;<br /><b>2</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναναστρέφομαι (<i>ao.</i> συνανεστρεψάμην, <i>ao.2 Pass.</i> συνανεστράφην);<br /><b>1</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><b>2</b> lutter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναστρέφω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναστρέφω Medium diacritics: συναναστρέφω Low diacritics: συναναστρέφω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: synanastréphō Transliteration B: synanastrephō Transliteration C: synanastrefo Beta Code: sunanastre/fw

English (LSJ)

   A turn back together, intr., J.BJ5.2.2, Plu.Galb.10, 25.    II Pass. and Med., live together, associate with, τινι D.S.3.58, Plu.Lyc.17, Hierocl.p.58 A.; τοῖς πολίταις καλῶς SIG534.8 (Delph., iii B.C.); μοχθηρῶς φίλοις Carneisc.Herc.1027.13, cf. Phld.Rh.1.377 S.:—so in Act., Agatharch.42.    2 wrestle with, τινι LXX Ge. 30.8.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich zurückkehren, Plut. Galb. 10. – Pass. mit Einem umgehen, τινί, Plut. Lyc. 17.

Greek (Liddell-Scott)

συναναστρέφω: ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ, ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) ἀγωνίζομαι κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).

French (Bailly abrégé)

1 revenir ensemble en arrière;
2 avoir des relations avec, vivre parmi;
Moy. συναναστρέφομαι (ao. συνανεστρεψάμην, ao.2 Pass. συνανεστράφην);
1 avoir des relations avec, vivre parmi;
2 lutter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναστρέφω.