πεδά: Difference between revisions
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
(6_4) |
(sl1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεδά''': Αἰολ. ἀντὶ μετά, [[Σαπφώ]], Ἀλκαῖ., κλ., ἴδε Ahrens D. Aeol. 151· [[ὡσαύτως]] Δωρικ., ὁ αὐτ. ἐν D. Dor. 360. Ἴδε τὰ ἑπόμενα σύνθετα. | |lstext='''πεδά''': Αἰολ. ἀντὶ μετά, [[Σαπφώ]], Ἀλκαῖ., κλ., ἴδε Ahrens D. Aeol. 151· [[ὡσαύτως]] Δωρικ., ὁ αὐτ. ἐν D. Dor. 360. Ἴδε τὰ ἑπόμενα σύνθετα. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[πεδά]] (= [[μετά]])<br /> <b>a</b> c. acc.<br /> <b>I</b> [[after]] ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (v. l. [[μετὰ]]) (P. 5.47) δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ [[τρωγάλιον]] [[καίπερ]] πεδ' ἄφθονον βοράν (Schneider: παῖδα φθόνον codd.) fr. 124c.<br /> <b>II</b> dub. [[sign]]. πεδὰ [[στόμα]] φλέγει (ἀντὶ [[τοῦ]] κατὰ [[στόμα]] Eustath.) fr. 26.<br /> &nbsnbsp;<b>b</b> c. gen., [[among]] πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 17 August 2017
English (LSJ)
Aeol. for μετά, Sapph.38, Alc.48 A, Pi.Fr.26, Theoc.29.38 : also Dor., Leg.Gort.3.27 ;
A πεδ' ἰαρόν Schwyzer89.14 (Argos, iii B. C.). (Cogn. with πούς.)
Greek (Liddell-Scott)
πεδά: Αἰολ. ἀντὶ μετά, Σαπφώ, Ἀλκαῖ., κλ., ἴδε Ahrens D. Aeol. 151· ὡσαύτως Δωρικ., ὁ αὐτ. ἐν D. Dor. 360. Ἴδε τὰ ἑπόμενα σύνθετα.
English (Slater)
πεδά (= μετά)
a c. acc.
I after ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (v. l. μετὰ) (P. 5.47) δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν (Schneider: παῖδα φθόνον codd.) fr. 124c.
II dub. sign. πεδὰ στόμα φλέγει (ἀντὶ τοῦ κατὰ στόμα Eustath.) fr. 26.
&nbsnbsp;b c. gen., among πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74)