περιφείδομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιφείδομαι''': ἀποθ., [[φείδομαι]], δὲν [[φονεύω]], πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9. | |lstext='''περιφείδομαι''': ἀποθ., [[φείδομαι]], δὲν [[φονεύω]], πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=épargner soigneusement, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φείδομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A spare and save alive, ἀμῶν Isyll.26; πατρός A.R.1.620, cf. Plu.Luc.3; ζωῆς AP7.534 (Alex. Aet. or Autom.). 2 to be careful, τοῦ μὴ . . [ἀφελεῖν] Archig. ap. Orib.46.25.2.
German (Pape)
[Seite 598] schonen und übrig lassen; Ap. Rh. 1, 620; τινός, Plut. Luc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
περιφείδομαι: ἀποθ., φείδομαι, δὲν φονεύω, πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9.