ἐμμαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμμαίνομαι''': ἀποθ., καθίσταμαι [[μανιώδης]] [[ἐναντίον]] τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5. | |lstext='''ἐμμαίνομαι''': ἀποθ., καθίσταμαι [[μανιώδης]] [[ἐναντίον]] τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être furieux contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μαίνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be mad at, τινί Act.Ap.26.11, J.AJ17.6.5.
German (Pape)
[Seite 807] dabei rasen, τινί, N. T., Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμαίνομαι: ἀποθ., καθίσταμαι μανιώδης ἐναντίον τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5.