μητρόθεν: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητρόθεν''': Δωρ. μᾱτρ-, ἐπίρρ. ([[μήτηρ]]) ἐκ μητρὸς, πρὸς μητρός, Πινδ. Ο. 7. 41· καταλέξει ἑαυτὸν μ. Ἡρόδ. 1. 173· οὕτω, τὰ μ. ὁ αὐτ. 7. 99. 2) ἐξ αὐτῆς τῆς μητρός, ἐκ χειρὸς τῆς μητρός, μητρ. δεδεγμένη Αἰσχύλ. Χο. 750, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 478. 3) ἐκ κοιλίας μητρός, μητρ. φυγὼν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664, πρβλ. Χο. 670. 4) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 527, ἦ ματρόθεν... λέκτρ’ ἐπλήσω; [[εἶναι]] μικρόν τι πλέον τῆς γεν. - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. Τίμ. 51. | |lstext='''μητρόθεν''': Δωρ. μᾱτρ-, ἐπίρρ. ([[μήτηρ]]) ἐκ μητρὸς, πρὸς μητρός, Πινδ. Ο. 7. 41· καταλέξει ἑαυτὸν μ. Ἡρόδ. 1. 173· οὕτω, τὰ μ. ὁ αὐτ. 7. 99. 2) ἐξ αὐτῆς τῆς μητρός, ἐκ χειρὸς τῆς μητρός, μητρ. δεδεγμένη Αἰσχύλ. Χο. 750, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 478. 3) ἐκ κοιλίας μητρός, μητρ. φυγὼν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664, πρβλ. Χο. 670. 4) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 527, ἦ ματρόθεν... λέκτρ’ ἐπλήσω; [[εἶναι]] μικρόν τι πλέον τῆς γεν. - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. Τίμ. 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de la mère, du côté de la mère;<br /><b>2</b> du sein de sa mère;<br /><b>3</b> de la main de sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], -θεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ματρόθεν (also μήτρο-θε Pi.I.3.17), Adv., (μήτηρ)
A from the mother, by the mother's side, Id.O.7.24; καταλέξει ἑωυτὸν μ. Hdt. 1.173, cf. PMag.Par.1.316; τὰ μ. Κρῆσσα Hdt.7.99. 2 from one's mother, μ. δεδεγμένη A.Ch.750, cf. Ar.Ach.478. 3 from one's mother's womb, φυγόντα μ. σκότον A.Th.664, cf. Ch.607 (lyr.): with the force of a gen., ἦ ματρόθεν . . λέκτρ' ἐπλήσω; S.OC527 (lyr.).— Poet. word, used by Hdt., and in later Prose, Luc.Tox.51, Alex.11, Arch.Pap.2.444 (ii A.D.), D.C.49.23.
German (Pape)
[Seite 179] von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόθεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόθεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα μητρόθεν σκότον, Spt. 646; ἦ μητρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν, Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.
Greek (Liddell-Scott)
μητρόθεν: Δωρ. μᾱτρ-, ἐπίρρ. (μήτηρ) ἐκ μητρὸς, πρὸς μητρός, Πινδ. Ο. 7. 41· καταλέξει ἑαυτὸν μ. Ἡρόδ. 1. 173· οὕτω, τὰ μ. ὁ αὐτ. 7. 99. 2) ἐξ αὐτῆς τῆς μητρός, ἐκ χειρὸς τῆς μητρός, μητρ. δεδεγμένη Αἰσχύλ. Χο. 750, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 478. 3) ἐκ κοιλίας μητρός, μητρ. φυγὼν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664, πρβλ. Χο. 670. 4) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 527, ἦ ματρόθεν... λέκτρ’ ἐπλήσω; εἶναι μικρόν τι πλέον τῆς γεν. - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. Τίμ. 51.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de la mère, du côté de la mère;
2 du sein de sa mère;
3 de la main de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, -θεν.