μνημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνημοσύνη''': Δωρικ. μνᾱμοσύνα, ἡ, [[μνήμη]], [[ἐνθύμησις]], μν. τις [[ἔπειτα]] [[πυρός]]... γενέσθω (ἀντὶ τοῦ: μεμνώμεθα [[πυρός]]), ἂς ἐνθυμώμεθα τὸ πῦρ, Ἰλ. Θ. 181· μν. τινὸς ἀνεγείρειν Πινδ. Ο. 8, 97· - παρ’ Ἀττ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]], [[ἐπειδὴ]] [[μνήμη]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς [[τύπος]]. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Μνημοσύνη, ἡ [[μήτηρ]] τῶν Μουσῶν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 429, Ἡσ. Θεογ. 54, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 679, Πλάτ. Θεαίτ. 191D· μν. Διὸς εὐνέτις ἣ [[τέκε]] Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2037· [[διότι]] πρὸ τῆς εὑρέσεως τῆς γραφῆς [[μνήμη]] ἦτο τοῦ ποιητοῦ ἡ [[ἀρετὴ]] (μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ’ ἐργάτιν Αἰσχύλ. Πρ. 461)· [[ὅθεν]] κατά τινα παράδοσιν παρὰ Παυσ. 9. 29, 2, αἱ [[τρεῖς]] πρῶται Μοῦσαι ἐν Βοιωτίᾳ ἐκαλοῦντο: Μνήμη, Ἀοιδή, καὶ Μελέτη· - Δωρ. τις [[τύπος]] Μνᾱμόνα ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1248· - καὶ Μνημώ, οῦς, Ὀρφ. παρ. Ὀλυμπιοδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. σ. 268, ἐξ εἰκασίας τοῦ Gesner.
|lstext='''μνημοσύνη''': Δωρικ. μνᾱμοσύνα, ἡ, [[μνήμη]], [[ἐνθύμησις]], μν. τις [[ἔπειτα]] [[πυρός]]... γενέσθω (ἀντὶ τοῦ: μεμνώμεθα [[πυρός]]), ἂς ἐνθυμώμεθα τὸ πῦρ, Ἰλ. Θ. 181· μν. τινὸς ἀνεγείρειν Πινδ. Ο. 8, 97· - παρ’ Ἀττ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]], [[ἐπειδὴ]] [[μνήμη]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς [[τύπος]]. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Μνημοσύνη, ἡ [[μήτηρ]] τῶν Μουσῶν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 429, Ἡσ. Θεογ. 54, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 679, Πλάτ. Θεαίτ. 191D· μν. Διὸς εὐνέτις ἣ [[τέκε]] Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2037· [[διότι]] πρὸ τῆς εὑρέσεως τῆς γραφῆς [[μνήμη]] ἦτο τοῦ ποιητοῦ ἡ [[ἀρετὴ]] (μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ’ ἐργάτιν Αἰσχύλ. Πρ. 461)· [[ὅθεν]] κατά τινα παράδοσιν παρὰ Παυσ. 9. 29, 2, αἱ [[τρεῖς]] πρῶται Μοῦσαι ἐν Βοιωτίᾳ ἐκαλοῦντο: Μνήμη, Ἀοιδή, καὶ Μελέτη· - Δωρ. τις [[τύπος]] Μνᾱμόνα ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1248· - καὶ Μνημώ, οῦς, Ὀρφ. παρ. Ὀλυμπιοδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. σ. 268, ἐξ εἰκασίας τοῦ Gesner.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />mémoire, souvenir.<br />'''Étymologie:''' [[μνήμων]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημοσύνη Medium diacritics: μνημοσύνη Low diacritics: μνημοσύνη Capitals: ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: mnēmosýnē Transliteration B: mnēmosynē Transliteration C: mnimosyni Beta Code: mnhmosu/nh

English (LSJ)

Dor. and Aeol. μνᾱμοσύνα, ἡ,

   A remembrance, memory, μ. τις ἔπειτα πυρὸς . . γενέσθω let us be mindful of fire, Il.8.181; οὐ μ. σέθεν ἔσσετ' Sapph.68; μ. ἀνεγείρειν Pi.O.8.74; μ. καὶ τόνος ἀμφ' ἀρετῆς Xenoph.1.20, cf. Critias 6.12 D.:—in Att. only as pr.n.    II as pr. n. Mnemosyne, mother of the Muses, h.Merc.429, Hes.Th.54, E.HF679 (lyr.), Pl.Tht.191d, BCH50.403 (Thespiae); M. Διὸς εὐνέτις, ἣ τέκε Μούσας Epigr.Gr.789; cf. Μναμόνα, Μνημώ.

German (Pape)

[Seite 194] ἡ, Eingedenksein, Erinnerung; μνημοσύνη τις ἔπειτα πυρὸς γενέσθω, Il. 8, 181, laßt uns an das Feuer denken; μναμοσύναν ἀνεγείροντα, Pind. Ol. 8, 97, wie wir sagen »das Gedächtniß auffrischen«; κελαδῶ μναμοσύναν, Eur. Herc. Fur. 679. – In Prosa nur bei Sp., wie Luc. salt. 36.

Greek (Liddell-Scott)

μνημοσύνη: Δωρικ. μνᾱμοσύνα, ἡ, μνήμη, ἐνθύμησις, μν. τις ἔπειτα πυρός... γενέσθω (ἀντὶ τοῦ: μεμνώμεθα πυρός), ἂς ἐνθυμώμεθα τὸ πῦρ, Ἰλ. Θ. 181· μν. τινὸς ἀνεγείρειν Πινδ. Ο. 8, 97· - παρ’ Ἀττ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, ἐπειδὴ μνήμη εἶναι ὁ κοινὸς τύπος. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Μνημοσύνη, ἡ μήτηρ τῶν Μουσῶν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 429, Ἡσ. Θεογ. 54, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 679, Πλάτ. Θεαίτ. 191D· μν. Διὸς εὐνέτις ἣ τέκε Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2037· διότι πρὸ τῆς εὑρέσεως τῆς γραφῆς μνήμη ἦτο τοῦ ποιητοῦ ἡ ἀρετὴ (μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ’ ἐργάτιν Αἰσχύλ. Πρ. 461)· ὅθεν κατά τινα παράδοσιν παρὰ Παυσ. 9. 29, 2, αἱ τρεῖς πρῶται Μοῦσαι ἐν Βοιωτίᾳ ἐκαλοῦντο: Μνήμη, Ἀοιδή, καὶ Μελέτη· - Δωρ. τις τύπος Μνᾱμόνα ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1248· - καὶ Μνημώ, οῦς, Ὀρφ. παρ. Ὀλυμπιοδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. σ. 268, ἐξ εἰκασίας τοῦ Gesner.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
mémoire, souvenir.
Étymologie: μνήμων.