ῥαφανιδόω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾰφᾰνῑδόω''': ἐμπήγω ῥαφανῖδα (ῥαπάνι) εἰς τὸν πρωκτόν, [[τιμωρία]] τῶν μοιχῶν ἐν Ἀθήναις, τί δ’ ἢν ῥαφανιδωθῇ .. τέφρᾳ τε τιλθῇ; Ἀριστοφ. Νεφ. 1083· ῥαφανῖδι τὴν πυγμὴν βεβυσμένος Λουκ. Περεγρ. 9, Boiss. Anecd. 3. 133, 137· ― [[ἀποραφανίδωσις]], εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 168. ― Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, [[ἔνθα]] καὶ πρκμ. ῥεραφανιδωμένος.
|lstext='''ῥᾰφᾰνῑδόω''': ἐμπήγω ῥαφανῖδα (ῥαπάνι) εἰς τὸν πρωκτόν, [[τιμωρία]] τῶν μοιχῶν ἐν Ἀθήναις, τί δ’ ἢν ῥαφανιδωθῇ .. τέφρᾳ τε τιλθῇ; Ἀριστοφ. Νεφ. 1083· ῥαφανῖδι τὴν πυγμὴν βεβυσμένος Λουκ. Περεγρ. 9, Boiss. Anecd. 3. 133, 137· ― [[ἀποραφανίδωσις]], εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 168. ― Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, [[ἔνθα]] καὶ πρκμ. ῥεραφανιδωμένος.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enfoncer un salsifis dans le fondement <i>(châtiment des adultères, à Athènes)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαφανίς]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰφᾰνῑδόω Medium diacritics: ῥαφανιδόω Low diacritics: ραφανιδόω Capitals: ΡΑΦΑΝΙΔΟΩ
Transliteration A: rhaphanidóō Transliteration B: rhaphanidoō Transliteration C: rafanidoo Beta Code: r(afanido/w

English (LSJ)

   A thrust a radish up the fundament, a punishment of adulterers in Athens, Ar.Nu.1083, cf. Luc. Peregr.9:—hence ἀπορᾰφᾰνίδωσις, εως, ἡ, Sch.Ar.Pl.168.

German (Pape)

[Seite 835] rettigen, gew. Strafe der Ehebrecher in Athen, denen man den Hintern kahl rupfte, mit warmer Asche einrieb und einen Rettig hineinkeilte; ἢν ῥαφανιδωθῇ, Ar. Nubb. 1066, wo der Schol. zu vgl.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰφᾰνῑδόω: ἐμπήγω ῥαφανῖδα (ῥαπάνι) εἰς τὸν πρωκτόν, τιμωρία τῶν μοιχῶν ἐν Ἀθήναις, τί δ’ ἢν ῥαφανιδωθῇ .. τέφρᾳ τε τιλθῇ; Ἀριστοφ. Νεφ. 1083· ῥαφανῖδι τὴν πυγμὴν βεβυσμένος Λουκ. Περεγρ. 9, Boiss. Anecd. 3. 133, 137· ― ἀποραφανίδωσις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 168. ― Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, ἔνθα καὶ πρκμ. ῥεραφανιδωμένος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enfoncer un salsifis dans le fondement (châtiment des adultères, à Athènes).
Étymologie: ῥαφανίς.